Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὄρνιϑες

См. также в других словарях:

  • Όρνιθες — Κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το 414 στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή… …   Dictionary of Greek

  • ὄρνιθες — ὄρνις ara masc/fem nom/voc pl ὄρνις ara masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στυμφαλίδες όρνιθες — Τερατώδη πουλιά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλία. Τίναζαν με φοβερή δύναμη τα φτερά τους σαν βέλη, κατάστρεφαν και μόλυναν τους καρπούς και τα φυτά και τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες, που κατασπάραζαν στις πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • ὦρνιθες — ὄρνιθες , ὄρνις ara masc/fem nom/voc pl ὄρνιθες , ὄρνις ara masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORNEOSOPHION — nomen libri, iussu Michaelis Imperatoris Constantinopolitani, de Avibus conscripti, cuius meminit Bochart. Hieroz. Part. poster. l. 6. c. 3. ubi de Exypterio. A voce Ο῎ρνις: quae cum Homero et Hesiodo nihil quidquam sit, quam avis in genere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Птицы (комедия) — У этого термина существуют и другие значения, см. Птицы (значения). Птицы Ὄρνιθες Жанр: комедия Автор: Аристофан Язык оригинала: древне …   Википедия

  • Ορνιθοπόλεμος — Ονομάστηκε έτσι η αναταραχή που είχε σημειωθεί στην Κρήτη, και ιδιαίτερα στα Σφακιά, όταν οι Βενετσιάνοι, κυρίαρχοι τότε στο νησί, καθιέρωσαν ειδικό φόρο στις όρνιθες κατά κεφαλή. Η αναταραχή οδήγησε σε σοβαρές πολεμικές επιχειρήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… …   Dictionary of Greek

  • ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθώνας — ο (Α ὀρνιθών) τόπος όπου κοιμούνται οι όρνιθες, το κοτέτσι νεοελλ. (κατ επέκτ.) ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο ζουν και βόσκουν οι όρνιθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ών(ας), πρβλ. αμπελ ώνας] …   Dictionary of Greek

  • στυμφαλίς — η, ΝΑ (στον πληθ. ως κύριο όν. και σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνιθες) Στυμφαλίδες όρνιθες μυθ. μυθικά τερατώδη αρπακτικά πτηνά με φτερά από σίδερο που τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες και ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλίδα και τα οποία έδιωξε ή σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»