Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χάρη

  • 81 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 82 нарочно

    (προφ. -ошно)
    επίρ.
    1. σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού, επιταυτού, επί τούτου.
    2. αστεία, στ αστεία, χάρη αστειότητας.
    εκφρ.
    как (будто, словно, точно) нарочно – σκόπιμα, επίτηδες, επι τούτο (πεισματικά, για κακό).

    Большой русско-греческий словарь > нарочно

  • 83 нарядность

    θ.
    κομψότητα, χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > нарядность

  • 84 одолжение

    ουδ.
    1. δανεισμός, δάνεισμα. || τα δανεικά χρήματα.
    2. υποχρέωση• καλοσύνη εκδούλευση, εξυπηρέτηση.
    εκφρ.
    сделайте одолжение – α) κάνετε μου τη χάρη. β) συγκατατεθείτε (φιλοφρονητική έκφραση).

    Большой русско-греческий словарь > одолжение

  • 85 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 86 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 87 побаловать

    ρ.σ.
    1. περιποιούμαι, ικανοποιώ, κάνω τα χατήρια, προσφέρω περιποίηση• προσέχω, κοιτάζω (για ένα χρονικό διάστημα).
    2. ασχολούμαι με κάτι χάρη δ ιασκέδασης.
    1. βλ. баловаться.
    2. ασχολούμαι για διασκέδαση.

    Большой русско-греческий словарь > побаловать

  • 88 помилование

    ουδ.
    άφεση, συγχώρεση. || χάρη, απονομή χάρης• απόνιψη αμαρτιών, συχώριο.

    Большой русско-греческий словарь > помилование

  • 89 помиловать

    -лую, -луешь
    ρ.σ.μ.
    1. συγχωρώ• ελεώ, ευσπλαχν ίζομαι.
    2. χαρίζω την ποινή, δίνω, απονέμω χάρη.
    3. προστκ. -луй (για αντίρρηση, αντιγνωμία, αντίθεση)• (βρε) τι λες, πως είναι δυνατόν, ακούς εκεί, τι είναι αυτά που λες.

    Большой русско-греческий словарь > помиловать

  • 90 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 91 прилика

    θ. κ. прилик
    α. (παλ. κ. διαλκ.): для -и ή для -у χάρη ευπρέπειας.

    Большой русско-греческий словарь > прилика

  • 92 приличие

    ουδ.
    ευπρέπεια ήθους, κοσμιότητα, ευσχημοσύνη•

    соблюдать -я τηρώ τους κανόνες ευπρέπειας•

    для -я χάρη ευπρέπειας.

    || πλθ. -я οι κανόνες ευπρέπειας ή καλής συμπεριφοράς.

    Большой русско-греческий словарь > приличие

  • 93 пример

    α.
    1. παράδειγμα• υπόδειγμα•

    мужества παράδειγμα ανδρείας•

    пояснить мысль примером διασαφηνίζω τη σκέψη με παράδειγμα•

    следовать чьему-л. пример ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου•

    по -у прошлых лет όπως γινόταν και στο παρελθόν•

    привести -φέρω παράδειγμα•

    пример великодушия παράδειγμα• μεγαλοψυχίας.

    2. (μαθ.) γύμνασμα.
    εκφρ.
    для -а – για παραδειγματισμό•
    к -у ή к -у сказать (ή говоря) – παραδείγματος χάρη•
    не в пример – α) αντίθετα, β) ασύγκριτα•
    брать (взять) пример с кого – παίρνω παράδειγμα από κάποιον, μιμούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > пример

  • 94 примерно

    επίρ.
    1. υποδειγματικά παραδειγματιά.
    2. προκαταρτικά. κατά προσέγγιση, περίπου, πάνω-κάτω, γύρω.
    3. (παρνθ. λ.) παραδείγματος χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > примерно

  • 95 проветрить

    ρ.σ.μ.
    1. αερίζω•

    проветрить зал αερίζω την αίθουσα.

    2. μτφ. διασκεδάζω μεταβαίνω χάρη αναψυχής ξεσκάω.
    1. αερίζομαι•

    комната -лась το δωμάτιο αερίστηκε.

    2. διασκεδάζω, ξεσκάω.

    Большой русско-греческий словарь > проветрить

  • 96 разнообразие

    ουδ.
    ποικιλομορφία, ποικιλία•

    разнообразие впечатлений ποικιλία εντυπώσεων.

    εκφρ.
    для -я – για ποικιλία, χάρη ποικιλίας.

    Большой русско-греческий словарь > разнообразие

  • 97 сказать

    окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. говорить.
    2. παλ. διηγούμαι.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).
    4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.
    5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).
    εκφρ.
    как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•
    лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•
    можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•
    нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•
    ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•
    -ите на милость ή пожалуйстаβλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).
    1. βλ. говориться.
    2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.
    3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.
    4. πάνω, προσποιούμαι•

    сказать больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > сказать

  • 98 склад

    α.
    αποθήκη•

    склад оружия οπλαποθή-κη•

    торговый склад εμπορική αποθήκη•

    вещевой склад αποθήκη πραγμάτων•

    дровяной склад ξυλαποθήκη•

    продовольственный склад αποθήκη τροφίμων•

    склад боеприпасов αποθήκη πυρομαχικών.

    -а (-у) α.
    1. κράση• ιδιοσυγκρασία, πάστα• χαρακτήρας•

    душевный склад ψυχοσύνθεση•

    нравственный склад ηθικός χαρακτήρας;

    διάπλαση•

    физический склад σωματική διάπλαση.

    || μορφή, σχήμα, φιγούρα, κορμοστασιά•

    склад фигуры το κόψιμο, το σουλούπι.

    2. τρόπος, είδος•

    жизни τρόπος ζωής.

    || δομή, φτιάξιμο, σύνθεση•

    трехголосый склад песни τρίφωνη σύνθεση του τραγουδιού.

    || κομψότητα, χάρη. || σειρά, νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > склад

  • 99 смазливость

    θ.
    θελκτικότητα, νοστιμάδα, χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > смазливость

  • 100 соблаговолить

    ρ.σ. παλ. έχω την καλοσύνη, κάνω τη χάρη.
    ρ.δ.
    βλ. соблаговолить.

    Большой русско-греческий словарь > соблаговолить

См. также в других словарях:

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρῇ — χαίρω rejoice aor subj pass 3rd sg χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg χαρά joy fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρή — χαρά joy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρη — χαίρω rejoice aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»