-
21 нешто
μόριο• (απλ.)1. άραγε; αλήθεια,•2. έστω, (για) χάρη•нешто для компании χάρη της παρέας.
-
22 так
1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•
не говори έτσι να μη μιλάς•
именно так έτσι ακριβώς•
вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.
2. επίρ. τόσο•-я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.
|| επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.
3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.
4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.
5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.6. μόριο• α τίποτε•что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.
7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•
так согласен? δηλαδή συμφωνείς;
8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•так это он ναι αυτός είναι.
9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.
10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.11. όμως, αλλά•отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.
εκφρ.за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•(и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•(и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•не так чтобы – όχι και τόσο•тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•так его (е, их – κλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•так и так – κι έτσι•я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•так и есть – έτσι και είναι•так и знай – έτσι και να ξέρεις•так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•так-то (вот) – να πως•так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•так только – απλώς μόνο και μόνο•так точно – έτσι ακριβώς. -
23 услуга
1. (действие, приносящее помощь, пользу другому) η υπηρεσί/αоказать - у κάνω τη χάρη, εξυπηρετώ2. -й (обслуживание) οι υπηρεσίεςпредлагать - и προτείνω/προσφέρω τις -- связи - επικοινωνίας, τηλεφωνικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > услуга
-
24 взмолиться
взмолитьсясов ἰκετεύω, ἐκλιπαρώ, καθικετεύω:\взмолитьсяο пощаде ζητώ χάρη (или ἔλεος). -
25 грациозность
грациозн||остьж ἡ χάρη [-ις]. -
26 грация
грацияж (изящество) ἡ χάρη [-ις], ἡ κομψότητα. -
27 жеиственный
жеиственн||ыйприл μέ θηλυκότητα, μέ γυναικεία χάρη. -
28 замолвить
замолвитьсов:\замолвить словечко за кого-л. разг λέγω ἕνα λογάκι γιά κάποιον, ζητῶ χάρη γιά κάποιον. -
29 кошачий
кошач||ийприл γατήσιος:\кошачийья гра́-ция γατήσια χάρη· ◊ \кошачий концерт τό νιαούρισμα. -
30 миловать
миловатьнесов δίνω χάρη, ἀπονέμω χάριν, συγχωρώ. -
31 миловидность
милови́дн||остьж ἡ χάρη [-ις], τό χα-, ριτωμένο. -
32 напрашиваться
напрашив||атьсянесов1. разг πάω φιρί φιρί, ἐπιδιώκω νά...:\напрашиваться на обед ἐπιδιώκω νά μέ καλεσουν σέ γεύμα· \напрашиваться на комплименты ἐπιζητώ κομπλιμέντα·2. (о мысли и т. ἡ.) βγαίνω μόνος μου:\напрашиватьсяается вывод βγαίνει μόνο του τό συμπέρασμα например вводн. сл. παραδείγματος χάριν, λόγου χάρη. -
33 облагодетельствовать
облагодетельствоватьсов уст., ирон. εὐεργετῶ, κά(μ)νω χάρη, κά(μ)νω καλω-σύνη. -
34 одолжение
одолжениес ἡ καλωσύνη (любезность)/ ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ ὑπηρεσία (услуга):оказывать \одолжение κάνω ἐκδούλευ-ση· ◊ сделай(те) \одолжение κάμε(τέ) μου τήν χάρη. -
35 оказывать
оказ||ыватьнесов:\оказывать внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \оказывать любезность φέρομαι εὐγενικά, κάνω χάρη· \оказывать содействие παρέχω βοήθεια· \оказывать услугу προσφέρω (μιά) ὑπηρεσία· \оказывать поддержку παρέχω ὑποστήριξη, ὑποστηρίζω κάποιον \оказывать предпочтение προτιμώ, προκρίνω· \оказывать влияние ἐξασκώ ἐπιρροή· \оказывать давление ἐξασκῶ πίεση· \оказывать сопротивление ἀντιστέκομαι, προβάλλω ἀντίσταση· \оказывать гостеприимство παρέχω φιλοξενία, φιλοξενώ. -
36 помиловать
поми́лова||тьсов1. συγχωρώ / ἀπονέμω χάριν, δίνω χάρη, χαρίζω (приговоренного к смерти)·2. повел, накл;. поми́луй(те)! разг γιά δνομα (τοῦ) θεοῦ!, προς θεοῦ! / ἔλα δά! (полноте). -
37 пощада
поща́д||аж τό ἔλεος, ἡ χάρη [-ις], ὁ οίκτος:, без \пощадаы ἀλύπητα, χωρίς ἔλεος, ἀνελέητα, ἀδυσώπητα· просить \пощадаы ζητώ χάριν, ζητώ ἔλεος· не давать, никому́ \пощадаы δέν δείχνω ἔλεος σέ κανένα. -
38 просить
проситьнесов1. ζητώ, αίτιο, παρακαλώ/ ἐκλιπαρώ (настойчиво):\просить разрешения ζήτω ἀδεια· \просить извинения (совета) ζήτω συγγνώμη (συμβουλή)· \просить милостыню ζήτω ἐλεημοσύνη· \просить за товарища παρακαλώ γιά χάρη τοῦ συντρόφου μου·2. (приглашать) (προσ)καλῶ:прошу вас, садитесь καθήστε σας παρακαλώ· \просить гостей к столу́ (προσ)καλώ τους ἐπισκέπτες νά καθίσουν στό-τραπέζι. -
39 ради
радипредлог1. (для чего-л., кого-л.) γιά χάρη, γιά (προς) χάριν, γιά τό χατίρι:\ради него γιά τό χατίρι του, προς χάριν του· \ради общей пользы γιά τό κοινό συμφέρον2. (с целью чего-л.) γιατί:\радичего́?, чего́\ради? γιά ποιόν λόγο;, γιά ποιόν σκοπό;· шутки \ради ἀστειευόμενος· ◊ \ради бо́га (пожалуйста) разг παρακαλώ. -
40 удружить
удружи||тьсов разг1. κάνω τήν χάρη, ἐξυπηρετώ κάποιον2. ирон. κἀνω μαύρη ἐκδούλευση:ну и \удружитьл ты нам! μας ὑποχρέωσες!
См. также в других словарях:
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρῇ — χαίρω rejoice aor subj pass 3rd sg χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg χαρά joy fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρή — χαρά joy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — χαίρω rejoice aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek