Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χάρη

  • 61 удружить

    [ουντρουζύτ'] ρ κάνω τη χάρη

    Русско-эллинский словарь > удружить

  • 62 Бог

    -а, κλητ. παλ. Боже, α.
    Θεός.
    εκφρ.
    Боже мой! – θεέ μου!•
    Бог знает ή весть кто, что, какой, кудаκ.τ.τ. ο Θεός ξέρει ποιος, τι, τι λογής, πού•
    не дай Бог ή не дай Боже – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός, Θεός φυλάξε•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    избави Бог ή Боже! – απάλλαξε Θεέ μου!•
    сохрани Бог ή Боже – Θεός (να) φυλάξει•
    побойся, -йтесь Бога – φοβήσου, φοβηθείτε το Θεό (λυπήσου)•
    ради Бога – για το Θεό, για χάρη του Θεού, για τ’ όνομα του Θεού•
    с Богом – με το Θεό, με τη βοήθεια του Θεού, με το καλό•
    слава Богу – δόξα το Θεό (τω Θεώ), δόξα σοι ο Θεός, δόξα νάχει ο Θεός•
    ей Богу – μα το Θεό•
    как Бог на душу положит – όπως πει ο Θεός•
    одному Богу известно – μόνο ένας Θεός ξέρει.

    Большой русско-греческий словарь > Бог

  • 63 возблагодарить

    ρ.σ.μ. παλ. ευγνωμονώ, υπερευχαριστώ•

    возблагодарить судьбу за спасение χρωστώ χάρη στην τύχη για τη σωτηρία.

    Большой русско-греческий словарь > возблагодарить

  • 64 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 65 выражение

    ουδ.
    1. έκφραση, φανέρωση• εξωτερίκευση, εκδήλωση•

    цена является денежным -ем стоимости η τιμή είναι η χρηματική έκφραση του κόστους.

    2. λέξη φράση, έκφραση λόγου•

    образное выражение παραστατική έκφραση•

    непристойные -я άσεμνες (άπρεπες) εκφράσεις.

    3. (μαθ.) τύπος•

    алгебраическое выражение αλγεβρικός τύπος.

    εκφρ.
    без -я – χωρίς έκφραση, ανέκφραστα, μονότονα, άχαρα•
    с -ем – με έκφραση, εκφραστικά, με χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > выражение

  • 66 грация

    θ.
    1. χάρη• κομψότητα.
    2. ομορφιά, θέλγητρα.

    Большой русско-греческий словарь > грация

  • 67 дружба

    θ.
    φιλία•

    свести -у πιάνω φιλία•

    под видом -ы κάνοντας το φίλο•

    быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•

    не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.

    Большой русско-греческий словарь > дружба

  • 68 женственность

    θ.
    γυναικεία χάρη, τρυφερότητα, κομψότητα.

    Большой русско-греческий словарь > женственность

  • 69 изящно

    επίρ.
    κομψά, με χάρη• γλαφυρά.

    Большой русско-греческий словарь > изящно

  • 70 имя

    имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.
    1. όνομα•

    по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•

    знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•

    крестное имя βαφτιστικό όνομα•

    имя и фамилия ονοματεπώνυμο.

    || ονομασία•

    имя судна όνομα σκάφους•

    под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).

    2. φήμη•

    человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•

    крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•

    очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.

    3. (γραμμ.) όνομα•

    имя существительное όνομα ουσιαστικό.

    εκφρ.
    именем – στο όνομα, εν ονόματι•
    именем закона – στο όνομα του νόμου•
    во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•
    на имя – στο όνομα, επ ονόματι•
    заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•
    на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•
    от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•
    с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•
    от моего имени – εξ ονόματος μου•
    только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά.

    Большой русско-греческий словарь > имя

  • 71 как-то

    επίρ.
    1. κάπως, κατά τι, κατά κάποιον τρόπο•

    мне как-то не по себе α) κάπως δεν είναι καλά ή δεν ταιριάζει, β) κάπως δεν είμαι καλά (στην υγεία)•

    здесь как-то не уютно εδώ πάπως δεν είναι άνετα.

    2. πως, με ποιόν τρόπο.
    3. σαν να, σάμπως•

    я как-то встретил его на улице σάμπως να τον συνάντησα στο δρόμο.

    4. όπως, δηλαδή, παραδείγματος χάρη•

    все предприятия как-то: строительные, текстильные, транспортные... όλες οι επιχειρήσεις, όπως: οι οικοδομικές, υφαντουργικές, μεταφορών...

    εκφρ.
    как-то раз – μια φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > как-то

  • 72 качели

    -ей πλθ. κούνια, αιώρα (χάρη αναψυχής).

    Большой русско-греческий словарь > качели

  • 73 компания

    θ.
    1. παρέα, κομπανία.
    2. εταιρεία (εμπορική, βιομηχανική).
    εκφρ.
    не компания кто кому – δεν κάνει για παρέα• δεν είναι της παρέας•
    за -ю ή для -и – για την παρέα ή χάρη της παρέας•
    водить -ю с кем – κάνω παρέα με κάποιον•
    поддержать -ю – είμαι υπέρ της παρέας• δε χαλώ την παρέα.

    Большой русско-греческий словарь > компания

  • 74 краткость

    θ.
    βραχύτητα, συντομία•

    для -и για συντομία, χάρη συντομίας.

    Большой русско-греческий словарь > краткость

  • 75 ласка

    θ.
    1. χάδι, θωπεία•

    материнская -μητρικό χάδι.

    2. φιλοφροσύνη, περιποίηση.
    3. παλ. χάρη, ευεργεσία.
    θ.
    είδος ικτίδας• νυφίτσα.

    Большой русско-греческий словарь > ласка

  • 76 милованье

    ουδ.
    συγχώρεση, άφεση (παραπτώματος) χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > милованье

  • 77 миловать

    -лую, -луешь
    ρ.δ.μ. παλ. συγχωρώ, δίνω άφεση, χάρη ελεώ.
    εκφρ.
    Бог милуетπαλ. ο Θεός μας συγχωρεί•
    как Бог -лует?παλ. πως περνάτε; πως σας έχει, ο Θεός;
    -луга, -луешь
    ρ.δ.μ. πολυαγαπώ, χαϊδεύω.
    αλληλοαγαπιέμαι, αλληλοχαϊδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > миловать

  • 78 миловидность

    θ.
    θελκτικότητα, χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > миловидность

  • 79 милостивый

    επ., βρ: -тив, -а, -о
    παλ. φιλεύσπλαχνος• πολυεύσπλαχνος ευμενής, επιεικής.
    εκφρ.
    милостивый государь – πολυεύσπλαχνε άνακτα•
    будь(те) -ив(ы) – (για θερμή παράκληση) κάνε(τε) μου τη χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > милостивый

  • 80 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

См. также в других словарях:

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρῇ — χαίρω rejoice aor subj pass 3rd sg χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg χαρά joy fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρή — χαρά joy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρη — χαίρω rejoice aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»