-
61 γυμνασί-αρχος
γυμνασί-αρχος, ὁ, Gymnasiarch; er mußte die Uebungen für die heiligen Spiele besorgen, den Uebungsplatz, die Lehrer, wie Unterhalt für die einzuübenden Jünglinge hergeben, Andoc. 1, 132; Dem. 20, 21; es wurden die reichsten Bürger, aus jeder φυλή einer, dazu gewählt. Nach B. A. 228 besorgten sie besonders die λαμπαδοδρομίαι εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Προμηϑέως καὶ τοῦ Ἡφαίστου καὶ Πανός. – Sp. Aufseher der Gymnasien, Plat. Eryx. 399 a. Vgl. Wolf Lept. p. XCII u. Böckh Staatsh. I p. 494.
-
62 ἀλιβαντὶς
-
63 ἐπι-κληρόω
ἐπι-κληρόω, durchs Loos zutheilen; φυλὴ μία τῷ μορίῳ ἑκάστῳ ἐπικληρωϑεῖσα Plat. Legg. VI, 760 b; τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς Dem. 21, 13, öfter, wie Sp., ἐπὶ ϑανάτῳ τινάς, durchs Loos zum Tode bestimmen, decimiren, D. Cass. 41, 35; τὸ ἔϑνος, ὃ ἐπεκεκλήρωτο, die Provinz, die er erloos't hatte, 37, 50.
-
64 Αισχριωνιη
φυλή ἥ Эсхрионская фила (ветвь самосцев, населявшая г. Оасис в Египте) Her. -
65 Αλιβαντις
-
66 γεννητης
I.- οῦ ὅ родитель, отец Arst.; pl. родители Soph., Plat.II.- ου ὅ родитель, глава семейства, геннет ( из 30 геннетов состоял γένος, из 30 γένη - φρατρία, из 3 φρατρίαι - φύλη) Plat., Isae., Dem., Arst. -
67 Κεκροπις
-
68 Πανδιονις
- ίδος ἥ1) (sc. θυγάτηρ) Пандионида, дочь Пандиона, т.е. Πρόκνη Hes.2) (sc. φυλή) Пандионида (одна из атт. фил) Dem. -
69 σκηπτω
1) упирать, опирать, med.-pass. опиратьсяἐδύσετο σκηπτόμενος Hom. — он вошел, опираясь (на посох);
σκηπτόμενος (τῷ ἄκοντι) Hom. — опершись на копье2) преимущ. med.-pass., перен. опираться, ссылаться, указыватьτέν βίαν σκήψασ΄ ἔχεις (= σκήπτεις) Eur. — принуждение для тебя (лишь) предлог;
σκήπτεσθαι μάρτυρί τινι Dem. — ссылаться на кого-л. как на свидетеля;οὐ σκήψομαι τὸ μέ εἰδέναι Her. — я не стану отговариваться незнанием;τὸ σκηπτόμενος Her. — под этим предлогом;σκήπτεσθαί τι πρός τινα Thuc. — приводить кому-л. что-л. в свое оправдание;ὅ σκηπτόμενος ὑπὲρ τοῦ ποιήσαντος Plat. — заступающийся за виновного;(ἥ φυλή), ἧς τινος εἶναι σκήπτοιτο Lys. — фила, к которой он, по его словам, принадлежит3) тж. med. бросать, метать, пускать(βέλος Aesch.)
; насылать(ἀλάστορα εἴς τινα Eur.)
σκήψασθαι κότον τινί Aesch. — обрушить свой гнев на кого-л.4) обрушиваться, падатьπέδοι σκήψασα Aesch. — рухнув на землю;
σκήψας ἐλαύνει λοιμὸς πόλιν Soph. — обрушившись, мор мучает город (Фивы);ἔσκηψεν φάος Aesch. — хлынул свет -
70 Φυλασιος
-
71 племя
(ист.) η φυλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > племя
-
72 род
1. (группа людей первобытного общества, связанная узами кровного родства) η φυλή 2. (ряд поколений, происходящих от одного предка) η γενεά, η γενιά, το σόι 3. биол. το γένος 4. (разновидность, сорт, тип чего-л.) το είδος, ο τύπος 5. лингв. το γένοςсредний - ουδέτερο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > род
-
73 род
родм1. ἡ φυλή, τό γένος:старейшина \рода ὁ ἀρχηγός τής φυλής, ὁ ἀρχηγός τοῦ γένους·2. (ряд поколений) ἡ γενεά, ἡ γενιά, τό σόι; из \рода в \род ἀπό γενεάς είς γενεάν3. биол. τό γένος:человеческий \род τό ἀνθρώπινο γένος·4. (сорт, вид) τό είδος:всякого \рода λογής λογής, κάθε είδους, παντός είδους· \род войск τό ὅπλο[ν]·5. грам. τό γένος:мужской \род τό ἀρσενικό[ν] γένος· женский \род τό θηλυκό[ν] γένος· средний \род τό ούδέτερο[ν] γένος· ◊ в некотором \роде σάν νά λέμε, τρόπον τινά· в своем \роде στό είδος του· что-то в этом \роде περίπου ἐτσι, κάπως ἐτστ такого \рода τέτοιου είδους· пяти лет от роду εἶναι πέντε χρονών откуда ты \родом? ἀπα ποῦ κατάγεσαι;· ему́ на роду́ было написано... αὐτός ἐκ γενετής... -
74 κίτρινος
-
75 λευκός
η, ό[ν]1) белый, светлый;λευκός οίνος — белое вино;
λευκός άρτος — белый хлеб;
2) белый, светлокожий;λευκή φυλή — белая раса;
3) перен. чистый, незапятнанный, безупречный;λευκός υπάλληλος — безупречный; — служащий;
έχει λευκό παρελθόν — у него незапятнанное прошлое;
§ λευκόν φως — солнечный свет;
λευκός άνθραξ — белый уголь, водная энергия;
λευκή νύξ — бессонная ночь;
λευκες νύχτες — белые ночи;
λευκή σημαία — белый флаг;
λευκή ψήφος — а) тот, кто воздержался от голосования; — б) голос, поданный за оправдательный приговор (в суде);
-'ή περιστερά ирон. невинный младенец;εμπόριον λευκής σαρκός — торговля живым товаром;
λευκοί — белые, белогвардейцы
-
76 Φυλάς
-
77 Φυλᾶς
-
78 Φυλής
-
79 Φυλῆς
-
80 Φυλήσιν
См. также в других словарях:
Φυλή — a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… … Dictionary of Greek
φυλή — η 1. σύνολο προγόνων και απογόνων με κοινή καταγωγή και κοινά σωματικά χαρακτηριστικά, που διατηρούνται σταθερά με την τεκνογονία: Λευκή φυλή. 2. έθνος, εθνότητα: Ελληνική φυλή. 3. υποδιαίρεση είδους: Ανθρώπινες φυλές. 4. ως κύρ. όνομα, Φυλή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φυλῇ — Φυλῆι , Φυλεύς masc dat sg (epic ionic) Φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλῇ — φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind mid 2nd sg (doric) φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind act 3rd sg (doric) φῡλῇ , φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — φῡλή , φυλή a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύλη — Φύλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκοποειδής φυλή — Φυλή που ανακαλύφθηκε σε απολιθώματα της νότιας Αφρικής και από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η ονομασία οφείλεται στη Βόσκοπ, τοποθεσία στο Τράνσβααλ, όπου πρωτοβρέθηκε το 1913 απολιθωμένο κρανίο του homo sapiens.… … Dictionary of Greek
θιβετιανή φυλή — Φυλή που ανήκει στην ομάδα των προμογγολοειδών. Χαρακτηρίζεται από το κιτρινομελάχρινο έως το κοκκινομελάχρινο χρώμα του δέρματος, τα μαύρα ίσια μαλλιά, το κοντό ή μέσο ανάστημα, τα λίγο ανοιχτά μάτια, με ανώτατο βλέφαρο ισχυρά αναδιπλωμένο, αλλά … Dictionary of Greek
νοτιομογγολική φυλή — Φυλή του κλάδου των Μογγολιδών, που χαρακτηρίζεται από το μικρό ανάστημα (1,58 μ.) το καστανοκίτρινο χρώμα του δέρματος, το φαρδύ, συχνά και πεπλατυσμένο, πρόσωπο και την κοντή συνήθως μύτη με κοίλο προφίλ και πτερύγια διεσταλμένα. Τα χείλη… … Dictionary of Greek
ουραλική φυλή — Φυλή του κορμού των Προευρωπιδών, περιορισμένη σήμερα σε μια περιοχή της δυτικής Σιβηρίας (λεκάνη του Ομπ). Τα σωματικά χαρακτηριστικά της ουραλικής φυλής είναι τα τυπικά των Προευρωπιδών, δηλαδή το καστανόλευκο χρώμα του δέρματος, τα καστανά… … Dictionary of Greek