-
81 Φυλαίν
-
82 Φυλαῖν
-
83 Φυλαίς
-
84 Φυλαῖς
-
85 Φυλών
-
86 Φυλῶν
-
87 Φυλάς
Φυλά̱ς, Φυλήa race: fem acc pl -
88 Φυλέων
Φύληςmasc gen pl (epic ionic)Φυλεύςmasc gen plΦυλέω̆ν, Φυλεύςmasc gen plΦυλήa race: fem gen pl (epic ionic) -
89 φυλάς
φῡλᾶ̱ς, φυλάζωform into tribes: fut ind act 2nd sg (doric)φῡλᾶς, φυλήa race: fem gen sg (doric aeolic) -
90 φυλᾶς
φῡλᾶ̱ς, φυλάζωform into tribes: fut ind act 2nd sg (doric)φῡλᾶς, φυλήa race: fem gen sg (doric aeolic) -
91 φυλής
φῡλῆς, φυλάζωform into tribes: fut ind act 2nd sg (doric)φῡλῆς, φυλήa race: fem gen sg (attic epic ionic) -
92 φυλῆς
φῡλῆς, φυλάζωform into tribes: fut ind act 2nd sg (doric)φῡλῆς, φυλήa race: fem gen sg (attic epic ionic) -
93 φυλήσιν
-
94 φυλῇσιν
-
95 φυλαίν
-
96 φυλαῖν
-
97 φυλαίς
-
98 φυλαῖς
-
99 φυλαί
φῡλαί, φυλήa race: fem nom /voc pl -
100 φυλών
φῡλῶν, φυλάζωform into tribes: fut part act masc voc sgφῡλῶν, φυλάζωform into tribes: fut part act neut nom /voc /acc sgφῡλῶν, φυλάζωform into tribes: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)φῡλῶν, φυλήa race: fem gen pl
См. также в других словарях:
Φυλή — a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… … Dictionary of Greek
φυλή — η 1. σύνολο προγόνων και απογόνων με κοινή καταγωγή και κοινά σωματικά χαρακτηριστικά, που διατηρούνται σταθερά με την τεκνογονία: Λευκή φυλή. 2. έθνος, εθνότητα: Ελληνική φυλή. 3. υποδιαίρεση είδους: Ανθρώπινες φυλές. 4. ως κύρ. όνομα, Φυλή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φυλῇ — Φυλῆι , Φυλεύς masc dat sg (epic ionic) Φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλῇ — φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind mid 2nd sg (doric) φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind act 3rd sg (doric) φῡλῇ , φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλή — φῡλή , φυλή a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύλη — Φύλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκοποειδής φυλή — Φυλή που ανακαλύφθηκε σε απολιθώματα της νότιας Αφρικής και από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η ονομασία οφείλεται στη Βόσκοπ, τοποθεσία στο Τράνσβααλ, όπου πρωτοβρέθηκε το 1913 απολιθωμένο κρανίο του homo sapiens.… … Dictionary of Greek
θιβετιανή φυλή — Φυλή που ανήκει στην ομάδα των προμογγολοειδών. Χαρακτηρίζεται από το κιτρινομελάχρινο έως το κοκκινομελάχρινο χρώμα του δέρματος, τα μαύρα ίσια μαλλιά, το κοντό ή μέσο ανάστημα, τα λίγο ανοιχτά μάτια, με ανώτατο βλέφαρο ισχυρά αναδιπλωμένο, αλλά … Dictionary of Greek
νοτιομογγολική φυλή — Φυλή του κλάδου των Μογγολιδών, που χαρακτηρίζεται από το μικρό ανάστημα (1,58 μ.) το καστανοκίτρινο χρώμα του δέρματος, το φαρδύ, συχνά και πεπλατυσμένο, πρόσωπο και την κοντή συνήθως μύτη με κοίλο προφίλ και πτερύγια διεσταλμένα. Τα χείλη… … Dictionary of Greek
ουραλική φυλή — Φυλή του κορμού των Προευρωπιδών, περιορισμένη σήμερα σε μια περιοχή της δυτικής Σιβηρίας (λεκάνη του Ομπ). Τα σωματικά χαρακτηριστικά της ουραλικής φυλής είναι τα τυπικά των Προευρωπιδών, δηλαδή το καστανόλευκο χρώμα του δέρματος, τα καστανά… … Dictionary of Greek