-
1 φαρος
-
2 φαρος...
-
3 Φαρος
(ᾰ) ἥ Фарос (островок близ Александрии Египетской со знаменитым маяком, сооруженным при Птолемее Филадельфе) Hom., Eur., Soph. -
4 φάρος
φάρος οмаяк. В символической иконографии символизирует божественный свет, освещающий благочестивую жизнь христианина -
5 φάρος
ο1) прям., перен. маяк; 2) фара (автомобильная) -
6 φάρος
[фарос] ουσ. а. маяк,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φάρος
-
7 φάρος
[фарос] ουσ α маяк. -
8 βυσσινος
31) виссоновый, из тончайшего полотна(πέπλωμα Aesch.; σινδών Her.; φάρος Soph., Plut.)
2) мягкий как виссон, т.е. вкрадчивый(βυσσίνοις χρῆσθαι ῥήμασι Plut.)
-
9 εμπνεω
эп. ἐμπνείω (fut. ἐμπνεύσομαι, aor. ἐνέπνευσα)1) надувать, раздувать(ἱστίον HH., Pind.)
2) ( о ветре) дуть, быть попутным(ἱστίοις, δορί Eur.; ναύταις Anth.)
3) ( при игре на духовых инструментах) дуть, играть(αὐλοῖς Anth.)
4) дышать, обдавать дыханием5) дышать, жить(ἥδομαι σ΄ εἰσιδὼν ἐμπνέοντα Soph.)
ἐκείνων εἴ τις ἐστὴν ἐμπνέων Aesch. — если кто-нибудь из них жив;βραχὺν βίοτον ἐ. Eur. — быть чуть живым, находиться при последнем издыхании6) воодушевлять, внушать(θάρσος τινί Hom.; αὐδέν θείην τινί Hes.; ἀρετήν Xen.; φᾶρός μοι ἐνέπνευσε φρεσὴ ὑφαίνειν Hom.)
εἰς μαντικέν ἐμπνεύσασθαι Plut. — преисполниться пророческим даром7) перен. дышать, угрожатьἐμπνέων ἀπειλῆς καὴ φόνου εἴς τινα NT. — угрожая смертью кому-л.
8) pass. приходить в себя(Hom. - v. l. ἀμπνεῖσθαι = ἀναπνεῖσθαι)
-
10 εξυφαινω
-
11 επιστελλω
1) посылать, отправлять(ἐπιστολάς τινι Dem.)
2) уведомлять, сообщать(τι πρός τινα Xen., Plut.)
τὰ ἐπισταλέντα Thuc. — вести, известия;τὰ ἐπεσταλμένα Plut. — послания, письма3) предписывать, предлагать, велеть, поручать(τινί τι Her., Dem. и περί τινος Xen.)
οὐδὲν ἔφη οἱ ἐπεστάλθαι ἄλλο ἢ ἀπαλλάσσεσθαι Her. — он сказал, что ему приказано лишь вернуться;τὰ ἐπεσταλμένα Thuc., Dem. — приказания, распоряжения4) подбирать, закидывать(φᾶρος Anth.)
-
12 ερυω
ион. εἰρύω1) тащить, волочить, влечьἐ. τρὴς περί τι Hom. — трижды протащить вокруг чего-л.
2) (тж. ἐ. εἴσω Hom.) втаскивать, выволакивать(νῆα ἤπειρόνδε Hom. или ἐπ΄ ἠπείροιο Hom., Hes.)
3) стаскивать, спускать(νῆα ἅλαδε или εἰς ἅλα, τινὰ ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Hom.)
4) вырывать, выдергивать(ὀϊστὸν ἐξ ὤμοιο, φάρμακον ἐκ γαίης Hom.)
5) извлекать (из ножен), обнажать(ἔγχος Soph.)
6) натягивать, напрягать(νευρέν ἐπί τινι Hom.; τῶν τόξων τὸ ἕτερον Her.)
7) натягивать, опускать(φᾶρος κὰκ (= χατά) κεφαλῆς Hom.)
8) вздергивать, вешать(ἀν΄ ὑψηλέν κίονά τινα Hom.)
9) тянуть, дергать(τινὰ χλαίνης Hom.)
10) срывать, обламывать(κρόσσας πύργων Hom.)
11) утаскивать, уносить(νεκρούς Hom.)
12) удалять, устранять(τι ἐκ ποδός Pind.)
13) разрывать на части, растерзывать(κύνες ἐρύουσί τινα Hom.)
14) (ср. лат. lateres ducere) изготовлять, производить(πλίνθους Her.) - см. тж. ἐρύομαι
-
13 ευπλυνης
-
14 λεπτομιτος
-
15 λεπτος
3[λέπω]1) освобожденный от шелухи, очищенный, обмолоченный(κρῖ Hom.)
2) тонкий, мелкий(κονίη Hom.; τέφρα Arph.)
3) тонкий(μήρινθος, ῥὴς βοός Hom.; δέρμα Arst.)
; сделанный из тонкой ткани(ὀθόναι, φᾶρος Hom.)
; состоящий из тонкого вещества(ἀήρ Arst.)
4) тонкий, худой, худощавый(λ. κἀσθενής Arph.; ὄνος Arst.)
; исхудалый(χείρ Hes.; τράχηλος Xen.; ὑπὸ μεριμνῶν Plat.)
5) тесный, узкий(εἰσίθμη Hom.; πορθμός Plut.)
6) мелкий, небольшой(πλοῖα Her.)
τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plut. — самая мелкая медная монета7) легкий, слабый(κώνωπος ῥιπαί Aesch.; πνοαί Eur.)
8) чуть заметный(ἴχνη Xen.)
9) легкий, некрепкий(οἶνος Luc.)
10) жидкий, водянистый(χυμός Arst.; αἷμα Plut.)
11) слабый, шаткий(ἐλπίς Arph.)
12) тихий, нежный или тонкий, высокий(φωνή Arst.)
13) бедный, неимущий, обездоленный(διαδιδόναι τι τοῖς λεπτοῖς Polyb.)
14) утонченный, остроумный(λογιστής Arph.; νοῦς Eur.). - см. тж. λεπτόν
-
16 λινοκροκος
-
17 νηγατεος
-
18 παρασκηνοω
1) разбивать свой шатер рядом (с кем-л.)(τινι Plut.)
2) находиться или пировать в одном шатре(μετά τινων Xen.)
3) распростирать наподобие шатра(φᾶρος Aesch.)
-
19 περιπτυχης
-
20 περισκηνοω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φάρος — a large piece of cloth neut nom/voc/acc sg φάρος a large piece of cloth masc nom sg φᾶρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶρος — a large piece of cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάρος — Pharos fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
φάρος — ο 1. φωτιστικό μηχάνημα πάνω σε ψηλό πύργο, που είναι στημένος σε κατάλληλο σημείο της ακτής για καθοδήγηση των πλοίων και των αεροπλάνων κατά τη νύχτα. 2. ισχυρός φανός τοποθετημένος στο μπροστινό μέρος οχήματος. 3. (βοτ.), γένος αγρωστοειδών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εκκλησιαστικός Φάρος — Περιοδικό του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ιδρύθηκε το 1908 και εξακολούθησε να εκδίδεται τακτικά έως το 1951. Από το 1961 και μετά, και κυρίως από το 1969, εκδόθηκαν μερικά τεύχη του, σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Πρώτος διευθυντής του… … Dictionary of Greek
φάρει — φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φάρος a large piece of cloth neut dat sg (epic ionic) φάρος a large piece of cloth neut dat sg φᾶρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φᾶρος a … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρη — φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φᾶρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φᾶρος a large piece of cloth neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρους — φάρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φάρος a large piece of cloth masc acc pl φᾶρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φά̱ρους , φᾶρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φαρόω imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέεσσι — φάρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾱρέεσσι , φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέεσσιν — φάρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾱρέεσσιν , φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)