-
1 χυμος
ὅ1) сок(φυτῶν χυμοί Plat.; χυμοὴ σαρκός Arst.)
2) вкус, вкусовое ощущение(χυμοὴ καὴ ὀσμαὴ καὴ χρόαι Plut.)
3) вкус, чувство вкусаὁ χ. ἕν τι τῶν ἁπτῶν ἐστιν Arst. — чувство вкуса относится к разряду осязательных
-
2 χυμός
ο1) сок; 2) физиол, химус, пищевая кашица -
3 χυμός
[химос] ουσ. а. сок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χυμός
-
4 χυμός
[химос] ουσ α сок. -
5 αρχεγονος
21) первоначальный, первичный(χυμὸς ἐν δένδροις Arst.)
2) служащий первоисточником(τῆς τῶν ζῴων φύσεως Diod.)
-
6 αχυμος
-
7 γλυκυς
Iγλῠκεῖα, γλυκύ1) сладкий(μέλι, νέκταρ Hom.; χυμός Arst.)
2) пресный(τὸ πότιμον καὴ γλυκὺ ὕδωρ Arst.)
3) сладостный, приятный(ὕπνος Hom.; ἵμερος Hom., Pind.; μέλος, ἐλπίς, βίοτος Pind.)
4) приветливый, ласковый, милый, кроткий(φρήν, γέλως Pind.; θυμός Anacr.; παῖδες ἀρχαίου Σκότου Soph.)
ὦ γλυκύτατε или ὡς γ. εἶ! Plat. — ах ты, мой милый!II -
8 δριμυς
- εῖα -ύ1) острый, пронизывающий(βέλος Hom.; ἄκος Hes.)
ἀνὰ ῥῖνάς οἱ δριμὺ μένος προὔτυψε Hom. — в носу у него сильно защекотало, т.е. слезы подступили у него к горлу2) острый, едкий, крепкий(καπνός Arph.; χυμός, ὀσμή Arst.; οἶνος Luc.: φάρμακον Plut.)
3) острый, пряный(ἐδέσματα Arst.)
4) сильно пахнущий, с острым запахом(ἄνθη Plut.)
5) гневный, злобный(χόλος Hom. и χολά Theocr.; θυμός Aesch.; θηρίον Plat.; δριμὺ βλέπειν Arph. и ἀποβλέπειν Luc.)
6) жестокий, ожесточенный(μάχη Hes.)
7) сильный, бурный, пылкий, пламенный(ἔρως Plat., Plut.)
8) остроумный, проницательный, хитрый(Σισύφου γένος Eur.; δ. καὴ ἔντονος Plat.; δριμὺ βλέπειν Plat. - ср. 5)
9) мелочный, придирчивый(ἥ ἐν γράμμασι μικρολογία Plut.)
-
9 δυσχυμος
-
10 εγχυμος
-
11 ευχυμος
-
12 κακοχυμος
2выделяющий дурные соки(Arst. - v. l. κατακώχιμος)
κακόχυμα ἢ πικρά Sext. — отвратительная или горькая пища -
13 λεπτος
3[λέπω]1) освобожденный от шелухи, очищенный, обмолоченный(κρῖ Hom.)
2) тонкий, мелкий(κονίη Hom.; τέφρα Arph.)
3) тонкий(μήρινθος, ῥὴς βοός Hom.; δέρμα Arst.)
; сделанный из тонкой ткани(ὀθόναι, φᾶρος Hom.)
; состоящий из тонкого вещества(ἀήρ Arst.)
4) тонкий, худой, худощавый(λ. κἀσθενής Arph.; ὄνος Arst.)
; исхудалый(χείρ Hes.; τράχηλος Xen.; ὑπὸ μεριμνῶν Plat.)
5) тесный, узкий(εἰσίθμη Hom.; πορθμός Plut.)
6) мелкий, небольшой(πλοῖα Her.)
τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plut. — самая мелкая медная монета7) легкий, слабый(κώνωπος ῥιπαί Aesch.; πνοαί Eur.)
8) чуть заметный(ἴχνη Xen.)
9) легкий, некрепкий(οἶνος Luc.)
10) жидкий, водянистый(χυμός Arst.; αἷμα Plut.)
11) слабый, шаткий(ἐλπίς Arph.)
12) тихий, нежный или тонкий, высокий(φωνή Arst.)
13) бедный, неимущий, обездоленный(διαδιδόναι τι τοῖς λεπτοῖς Polyb.)
14) утонченный, остроумный(λογιστής Arph.; νοῦς Eur.). - см. тж. λεπτόν
-
14 ξυγκεραννυμι
(fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. συνεκρήθην, тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)1) подмешивать, примешивать(τέν ἡδονέν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.)
2) смешивать(τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; κρᾶσις ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὴ τῆς λυπης Plat.)
ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. — делать смесь из обоих элементов;τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. — смесь (различных) бедствий3) смешивать в надлежащем соотношении, т.е. строить соразмерно(τὸ σῶμα NT.)
4) ( о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключатьτέν πρός τινα φιλίαν συγκεράσασθαι Her. — завязать дружбу с кем-л.;τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. — входить в сношения со сверстниками;συγκρατεὴς δι΄ ἔρωτος πρός τινα Plut. — влюбленный в кого-л.;οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. — погруженный в скорбь;συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. — быть постигнутым бедой;συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT. — внушивший слушателям веру (в свои слова) -
15 οινωδης
-
16 οξινης
-
17 στρυφνος
-
18 στυφος
-
19 συγκεραννυμι
(fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. συνεκρήθην, тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)1) подмешивать, примешивать(τέν ἡδονέν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.)
2) смешивать(τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; κρᾶσις ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὴ τῆς λυπης Plat.)
ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. — делать смесь из обоих элементов;τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. — смесь (различных) бедствий3) смешивать в надлежащем соотношении, т.е. строить соразмерно(τὸ σῶμα NT.)
4) ( о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключатьτέν πρός τινα φιλίαν συγκεράσασθαι Her. — завязать дружбу с кем-л.;τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. — входить в сношения со сверстниками;συγκρατεὴς δι΄ ἔρωτος πρός τινα Plut. — влюбленный в кого-л.;οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. — погруженный в скорбь;συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. — быть постигнутым бедой;συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT. — внушивший слушателям веру (в свои слова) -
20 εντερικός
η, ό[ν] кишечный;εντερικός χυμός — кишечный сок
См. также в других словарях:
χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα … Dictionary of Greek
χυμός — ο 1. το υγρό που περιέχεται μέσα στις οργανικές ουσίες, το ζουμί. 2. το υγρό που σχηματίζεται στο στομάχι από τη μετατροπή των τροφών, ο γαστρικός χυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμός — χῡμός , χυμός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
ηδύχυμος — η, ο αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο γλυκόχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χυμος (< χυμός), πρβλ. δύσ χυμος, εύ χυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
καλόχυμος — η, ο 1. αυτός που έχει άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο εύγευστος 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει καλούς χυμούς, που δεν πάσχει από ερεθισμούς ή ελκώσεις τού δέρματος, που τα επιπόλαια τραύματά του επουλώνονται και… … Dictionary of Greek
νεκταρόχυμος — νεκταρόχυμος, ον (Μ) αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ χυμος, κακό χυμος] … Dictionary of Greek
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek