-
1 περιπτυχης
См. также в других словарях:
ισοπτυχής — ἰσοπτυχής, ές (Α) αυτός που έχει ίσες πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτυχής (< πτυχή), πρβλ. μαλακο πτυχής, περι πτυχής] … Dictionary of Greek
καταπτυχής — καταπτυχής, ές (Α) αυτός που έχει πολλές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] … Dictionary of Greek
μαλακοπτυχής — μαλακοπτυχής, ές (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] … Dictionary of Greek
περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… … Dictionary of Greek
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek