-
1 λεπτομιτος
См. также в других словарях:
λεπτόμιτος — λεπτόμιτος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από λεπτούς μίτους, ο υφασμένος με λεπτές κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. εύ μιτος, πολύ μιτος)] … Dictionary of Greek
λεπτόμιτον — λεπτόμιτος of fine threads masc/fem acc sg λεπτόμιτος of fine threads neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek