-
1 φάραγγ'
φάραγγα, φάραγξcleft: fem acc sgφάραγγι, φάραγξcleft: fem dat sgφάραγγε, φάραγξcleft: fem nom /voc /acc dual -
2 φαραγγ-ώδης
φαραγγ-ώδης, ες, einer φάραγξ ähnlich, wie eine Schlucht, mit Schluchten, Thälern versehen, Arist. H. A. 6, 28.
-
3 φαραγγαῖον
φᾰραγγ-αῖον· τῆς φαρέτρας τὸ κάλυμμα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαραγγαῖον
-
4 φαραγγίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαραγγίτης
-
5 φαραγγόω
A convert into gullies or ravines, [γῆ] πεφαραγγωμένη (by the Nile floods), PGurob 26 intr.p.44 (iii B. C.), PTeb. 151 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαραγγόω
-
6 φαραγγώδης
φᾰραγγ-ώδης, ες,II found in ravines, of the plant ὄστρυς, Thphr.HP3.10.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαραγγώδης
-
7 φαραγγώδης
φαραγγ-ώδης, ες, einer φάραγξ ähnlich, wie eine Schlucht, mit Schluchten, Tälern versehen -
8 φαραγγωδης
См. также в других словарях:
φάραγγ' — φάραγγα , φάραγξ cleft fem acc sg φάραγγι , φάραγξ cleft fem dat sg φάραγγε , φάραγξ cleft fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρίτης — και βοιωτ. τ. φαρατρίτας, ὁ, Α στρατιώτης που έχει φαρέτρα, τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + επίθημα ίτᾱς / ίτης (πρβλ. φαραγγ ίτης)] … Dictionary of Greek