-
1 φαραγγίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαραγγίτης
См. также в других словарях:
φαρετρίτης — και βοιωτ. τ. φαρατρίτας, ὁ, Α στρατιώτης που έχει φαρέτρα, τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + επίθημα ίτᾱς / ίτης (πρβλ. φαραγγ ίτης)] … Dictionary of Greek