-
1 φθίνω
φθίνω, = φϑίω, w. m. s.
-
2 συμ-φθίνω
-
3 συν-απο-φθίνω
συν-απο-φθίνω (s. φϑίνω), mit od. zugleich zerstören, tödten, ὁμῇ συναπέφϑισαν ἄτῃ Opp. Hal. 5, 546, συναπέφϑιτο 587.
-
4 κατα-φθίνω
κατα-φθίνω (s. φϑίνω), untergehen, zu Grunde gehen; ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφϑινε Pind. I. 7, 46; νόσῳ Soph. Phil. 266; Ggstz ϑάλλειν, vom Leiden, El. 260; γήρᾳ Eur. Alc. 622; spätere Prosaiker, die auch einen aor. καταφϑινήσας, hinschwindend, Plut. consol. ad Apollon. p. 357, u. ein perf. κατεφϑίνηκα bilden, Cic. 14, κατεφϑινηκὼς τὴν κόμην Arr. Epict. 4, 11, 25.
-
5 ἐπι-φθίνω
ἐπι-φθίνω (s. φϑίνω), dabei vergehen, umkommen, λείρια δὲ στήλαισιν ἐπ ιφϑίνοντα καμόντων Nic. bei Ath. XV, 684 d.
-
6 ἐκ-φθίνω
ἐκ-φθίνω (s. φϑίνω), nur im aor. sync. ἐξεφϑίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt, Od. 9, 163. 12, 329; ἐξέφϑινϑ' αἱ νᾶες Aesch. Pers. 679; ἄνδρες 891; sp. D., wie Nic. Th. 331.
-
7 ἀπο-φθίνω
ἀπο-φθίνω u. - φθίω (s. φϑίω), Hom. Formen des aor. syncop. ἀπεφϑίμην, kam um, starb: ἀπέφϑιτο Od. 15, 268. 358 u. als v. l. neben ἀπώλετο 8, 581; optat. ἀποφϑίμην Od. 10, 51; ἀποφϑίσϑω Iliad. 8, 429; part. ἀποφϑίμενος Iliad. 3, 322. 18, 89. 499. 19, 322. 337 Od. 15, 357. 24, 88; außerdem aor. pass. ἀπὸ δ' ἔφϑιϑεν, = ἀπεφϑίϑησαν, sie kamen um, Od. 23, 331, u. ἀπέφϑιϑεν v. l. Od. 5, 110. 133. 7, 251, s. ἀποφϑίϑω; – bei den Folg. fut. u. aor. 1. act. transitiv, vernichten, verlieren, πρὸς γυναικὸς ἀπέφϑισε βίον Aesch. Ag. 1429; ἀποφϑίσαι, todten, Soph. Tr. 706 Ai. 1006; – intrans., untergehen, Aesch. Ag. 851; Soph. Phil. 455; – ἀποφϑίμενος, Pind. frg. u. sonst bei D., der Todte. – Das ι im optat. ἀποφϑίμην lang, sonst im aor. syncop. kurz; übrigens ep. ῑ, Att. ῐ.
-
8 φθίω
φθίω und impf. ἔφϑιον, nur Il. 18, 446 Od. 2, 368, häufiger φϑίνω, sowohl trans., als intr., fut. φϑίσω und aor. ἔφϑισα nur trans.; intr. fut. φϑίσομαι, perf. und plusqpf. ἔφϑιμαι und ἐφϑίμην, auch syncop. aor. ἐφϑίμην, φϑίσϑαι, φϑίμενος, conj. φϑίωμαι, φϑίεται, Il. 20, 173, φϑιόμεσϑα statt φϑιώμεϑα, Il. 14, 87, opt. φϑἰμην, φϑῖο, φϑῖτο, Od. 10, 51. 11, 330; ἐφϑικυῖαι hat Diosc. prooem. 1, 1 p. 6; vgl. auch φϑινύϑω und ἀποφϑίϑω; – 1) intrans., abnehmen, schwinden, hinschwinden, vergehen; von der Zeit, μηδέ τοι αἰὼν φϑινέτω Od. 5, 161, φϑίνουσιν νύκτες, die Nächte schwinden hin, vergehen, 11, 183. 13, 338. 16, 39; πρίν κεν νὺξ φϑῖτο 11, 330, eher wird die Nacht vergehen; μηνῶν φϑινόντων 10, 470. 19, 153. 24, 143, d. i. indem die Monate abnahmen, hinschwanden, zu Ende gingen; Odyss. 14, 162. 19, 307 τοῦ μὲν φϑίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, wenn der eine Monat zu Ende geht, der andere beginnt, d. h. zur Zeit des Neumondes; μὴν ἱστάμενος ist auch gradezu die erste Hälfte eines Monats, μὴν φϑίνων die zweite, Hesiod. O. 780; nach einer anderen Bestimmung, die auch im Attischen Kalender herrscht, wird der Monat in drei Decaden eingetheilt, μὴν ἱστάμενος, die ersten zehn Tage des Monats, die erste Dekade, μὴν μεσῶν, die zweite, und μὴν φϑίνων, die dritte Dekade, z. B. Thuc. 5, 54. – Οὐ φϑίνει ἀρετά Pind. P. 1, 90; von den Gestirnen, untergehen, ἀστέρας, ὅταν φϑίνωσιν, ἀντολάς τε τῶν Aesch. Ag. 7; so anch vom Alter, ὁρῶ μὲν ἥβην, τὴν μὲν ἕρπ ουσαν πρόσω, τὴν δε φϑίνουσαν Soph. Trach. 545; φϑίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φϑίνει δὲ σώματος O. C. 616, und öfter; φϑίνοντα γὰρ Λαΐου ϑέσφατ' ἐξαιροῠσιν ἤδη 906, d. i. nicht beachtet werden; von Menschen, untergehn, sterben, ὥς κε δόλῳ φϑίῃς Od. 2, 368; ἢ αὐτὸς φϑίεται Il. 20, 173; ὄφρα φϑιομεσϑα 14, 87; Νέσσου φϑίνοντος Soph. Tr. 555, vgl. El. 1406 Ant. 691; und so bes. fut. und aor. med., ἤδη φϑίσονται Il. 11, 821, τηλόϑι πάτρης ἔφϑιτο Il. 18, 100; ἤδη δύο γενεαὶ μερόπων ἀνϑρώπων ἐφϑίατο 1, 251; χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φϑίμενος 8, 359, vgl. 16, 581 Od. 11, 558. 24, 436; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φϑίσϑαι Il. 13, 667; φϑίμενος Pind. P. 4, 112 N. 10, 59 I. 7, 60, der Todte, wie Tragg. oft, wie Orac. bei Her. 7, 220, wie bei sp. D., Add. 5 (VII, 305); πρὸς φίλου ἔφϑισο Aesch. Spt. 954; ἔφϑιϑ' οὗτος οὐ καλῶς Eum. 436; νόσοις ὁ τλήμων ἔφϑιτο Soph. O. R. 962; φϑίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ Eur. Alc. 201, u. öfter; in Prosa viel seltener : τοῖς ἐναντίοις φϑίνει τε καὶ διόλλυται Plat. Phaedr. 246 e; φϑίνει πᾶν im Ggstz von αὐξάνεται Tim. 81 b, vgl. Phaed. 71 b, und öfter im praes. und impf.; φϑίμενος Xen. Cyr. 8, 7,18. – 2) trans., abnehmen oder schwinden machen, entkräften, aufreiben, vertilgen, zerstören; und von Menschen, umbringen, tödten; φρένας ἔφϑιεν, das Herz fraß er, zehrte es in Gram auf, Il. 18, 446, was Andere intrans. fassen; so auch φϑινύϑω (s. oben); Sp. brauchen auch φϑίνω so; sonst nur fut. u. aor. act., φϑίσει σε τὸ σὸν μένος, deine Kraft, dein Muth wird dich aufreiben, umbringen, Il. 6, 407; ὃν Ζεὺς φϑίσει 22, 61; τόν οἱ Πάτροκλος ἔμελλεν φϑίσειν 16, 461, τοκῆας μὲν φϑίσαν ϑεοί Od. 20, 67; οἳ μεμάασιν Ὀδυσσῆος φϑῖσαι γόνον 4, 741, wie 16, 428; ἵνα φϑίσωμεν ἑλόντες αὐτόν ib. 369; παλαιγενεῖς δὲ Μοίρας φϑίσας Aesch. Eum. 165; τὸν μέλεον φϑίσας Soph. Trach. 1032; τὸν ὑπὸ σῷ φϑίσον κεραυνῷ O. R. 202. – [Ι ist in φϑίω praes. conj. Od. 2, 368 lang, im impt. ἔφϑιεν kurz Il. 18, 446; im fut. u. im aor. act. ist es nur lang, z. B. Il. 16, 461. 22, 61. 24, 86 Od. 20, 67, dagegen im perf., plusquampf. und aor. sync. med. immer kurz, außer im opt. des letzteren, Od. 10, 51. 11, 330. – In φϑίνω ist ι bei den Epikern lang, bei den Attikern kurz, auch schon bei Pind. P. 1, 90. – In ἀποφϑιεῖν braucht Soph. Al. 1027, in ἀποφϑίσαι Trach. 709 das ι kurz.]
-
9 φθιτόω
-
10 φθινύθω
-
11 ὑπερ-φθίω
-
12 ἀποφθίνω
ἀπο-φθίνω, -φθίω, vernichten, verlieren; intrans., untergehen -
13 ἀποφθίω
ἀπο-φθίνω, -φθίω, vernichten, verlieren; intrans., untergehen -
14 ἐκφθίνω
ἐκ-φθίνω, nur im aor. sync. ἐξεφϑίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt -
15 ἐπιφθίνω
ἐπι-φθίνω, dabei vergehen, umkommen -
16 καταφθίνω
κατα-φθίνω, untergehen, zu Grunde gehen; Ggstz ϑάλλειν, vom Leiden; καταφϑινήσας, hinschwindend -
17 συμφθίνω
συμ-φθίνω, mit verzehren; intr., mit, zugleich abnehmen, hinschwinden -
18 συναποφθίνω
συν-απο-φθίνω, mit od. zugleich zerstören, töten
См. также в других словарях:
φθίνω — βλ. πίν. 172 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: φθίνω : απαντάται και η λόγια μτχ. ενεστώτα ως επίθετο, κυρίως στο θηλυκό (φθίνουσα → που παρουσιάζει συνεχή μείωση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φθινώ — άω ή έω, ΜΑ φθίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τού τ. δεν θεωρείται πιθανή, βλ. λ. φθίνω] … Dictionary of Greek
φθίνω — 1. κλείνω προς το τέλος, βαδίζω προς τη λήξη μου, ελαττώνομαι συνέχεια, τελειώνω, λιγοστεύω. 2. μτφ., μαραίνομαι, πέφτω σε μαρασμό, μαραζιάζω, αργοσβήνω, λιώνω: Η υγεία του φθίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθινῶ — φθινάω pres imperat mp 2nd sg φθινάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φθινάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φθινάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φθινάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) φθινάω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθίνω — φθί̱νω , φθίω ks̥i pres subj act 1st sg φθί̱νω , φθίω ks̥i pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… … Dictionary of Greek
φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… … Dictionary of Greek
φθισίμβροτος — και φθισίβροτος, ον, Α (επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + (μ)βροτος (< βροτός* «θνητός»). Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή… … Dictionary of Greek
φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek
Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) … Dictionary of Greek