-
1 φύλλου
φύλλονleaf: neut gen sgφυλλόωclothe with leaves: pres imperat act 2nd sgφυλλόωclothe with leaves: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ῥάχις
ῥάχις, ἡ, 1) der Rücken von Menschen und Thieren; συὸς ῥάχις, Il. 9, 208; τὴν ῥάχιν ϑλίβειν, Ar. Lys. 314; – gew. der hervorstehende scharfe Theil von den Fortsätzen der Rückgratswirbel, das Rückgrat selbst, ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, Aesch. Eum. 181; ἀμπείρας ῥάχιν, Eur. Rhes. 514; u. in Prosa, Plat. Tim. 77 d 91 a, Xen. equit. 5, 5. 7, 2; u. Sp., ἱερή, Agath. 55 (IX, 644). – Auch die scharfe, vorstehende Rippe auf der Mitte des Schulterblattes, u. ῥάχις ῥινός, das Nasenbein, u. φύλλου, Rippe des Blattes, Theophr. – 2) übtr., ῥάχις ὄρεος, Bergrücken, Her. 3, 54. 7, 216; bes. von den höheren, hervorragenden rauhen Theilen eines Gebirges, Gebirgskamm, Berggrat, ἡ ἐπὶ τὰ πεδία κατατείνο υσα ῥάχις, Pol. 3, 101, 2; ῥάχει δυςβάτῳ καὶ τραχείᾳ, 5, 69, 1; Strab. u. A.; ὀρεινή, D. Hal. 5, 44; ὀργάδος, Agath. 30 (VI, 41).
-
3 φύλλο(ν)
τό1) лист (в разя, знач); лепесток (цветка);φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;
φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;
τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;
φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;
γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;
2) (чаще πλ.) листва;3) издание; газета; журнал;καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;
4) номер (газеты);στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;
5) удостоверение, билет (документ);φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;
отпускное свидетельство;φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;
φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;
φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;
φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;
φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;
6) карта Ν (игральная);έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;
7) створка;τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;
8) полотнище (материи и т. п.);§ φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;
άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;
απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца
-
4 φύλλο(ν)
τό1) лист (в разя, знач); лепесток (цветка);φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;
φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;
τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;
φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;
γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;
2) (чаще πλ.) листва;3) издание; газета; журнал;καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;
4) номер (газеты);στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;
5) удостоверение, билет (документ);φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;
отпускное свидетельство;φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;
φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;
φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;
φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;
φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;
6) карта Ν (игральная);έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;
7) створка;τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;
8) полотнище (материи и т. п.);§ φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;
άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;
απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца
-
5 στημόνιος
στημόν-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στημόνιος
-
6 τριφυλλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριφυλλίς
-
7 ῥάχις
2 spine or backbone,σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία Arist.HA 516a11
, cf. PA 654b12, al.; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A. Eu. 190, cf. S.Fr.20, E.Cyc. 643; μυελὸς κοίλης ῥάχεως Archel. ap. Antig.Mir.89, cf. Pl.Ti. 77d, 91a.1 ridge of a hill or mountain, Hdt.3.54, 7.216, IG42(1).71.14 (Epid., iii B.C.), Plb.3.101.2, D.H.5.44, Str.3.2.3 (pl.); ἂν ῥάχιν along the ridge, GDI5075.69 (Crete, i B.C.); so Archil.21 like ned Thasos to an ὄνου ῥάχις.2 ῥ. ῥινός bridge of the nose, Poll.2.79, Ruf.Onom.35.3 ῥ. φύλλου mid-rib of a leaf, Thphr.HP3.7.5, al. -
8 ῥάχις
ῥάχις, ἡ, (1) der Rücken von Menschen und Tieren; gew. der hervorstehende scharfe Teil von den Fortsätzen der Rückgratswirbel, das Rückgrat selbst. Auch die scharfe, vorstehende Rippe auf der Mitte des Schulterblattes, u. ῥάχις ῥινός, das Nasenbein, u. φύλλου, Rippe des Blattes; (2) übtr., ῥάχις ὄρεος, Bergrücken; bes. von den höheren, hervorragenden rauhen Teilen eines Gebirges, Gebirgskamm, Berggrat
См. также в других словарях:
φύλλου — φύλλον leaf neut gen sg φυλλόω clothe with leaves pres imperat act 2nd sg φυλλόω clothe with leaves imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Constantine II of Greece — Constantine ΙΙ King of the Hellenes Reign 6 March 1964 – 1 June 1973 Predecessor Paul … Wikipedia
Apostasia of 1965 — The Apostasia ( el. Αποστασία , Apostasy ) or Iouliana ( el. Ιουλιανά , the events of July) or the Royal Coup ( el. Το Βασιλικό Πραξικόπημα ) is a term used to describe the political crisis in Greece, which centred around the resignation, on 15… … Wikipedia
Constantino II de Grecia — Para otros usos de este término, véase Constantino. Constantino II Rey de los Helenos Constantino de Grecia. Reinado 6 de marzo de 1964 … Wikipedia Español
έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… … Dictionary of Greek
δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… … Dictionary of Greek
κουκιά — Ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Vicia faba. Οι βλαστοί της κ. είναι μεγάλοι, αδιακλάδωτοι και μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 2 μ. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, αποτελούμενα από έξι μεγάλα, ωοειδή… … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek
μυρσινοειδής — ές (Α μυρσινοειδής, ές) 1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη 2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες αρχ. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek