-
1 φωνητικός
φωνητικός, zum Tönen, Lauten, Reden, Sprechen gehörig, geschickt; Plut. plac. phil. 4, 4; ὄργανα, = Vorigem, Sp.
-
2 φωνητικος
-
3 φωνητικός
φωνητικόςvocal: masc nom sg -
4 φωνητικός
φωνητήριος, u. φωνητικός, zum Tönen, Lauten, Reden, Sprechen gehörig; φωνητήρια ὄργανα, Sprachwerkzeuge -
5 φωνητικός
-
6 φωνητικός
[фонитикос] εκ. голосовой, фонетический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνητικός
-
7 φωνητικός
[фонитикос] επ голосовой, фонетический. -
8 φωνητικός
A vocal, τὸ φ. the faculty of speech, Zeno Stoic.1.39, D.L.7.110;τὰ φ. ὄργανα Poll. 2.115
, cf. Gal.2.690; φ. δύναμις, [αἴσθησις], Arr.Epict.2.23.2, Theol.Ar.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωνητικός
-
9 φωνητικός
phoneticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φωνητικός
-
10 προς-φωνητικός
προς-φωνητικός, ή, όν, zurufend, bei der Anrede gebräuchlich, schicklich, Gramm.
-
11 προ-ανα-φωνητικός
προ-ανα-φωνητικός, ή, όν, vorher ankündigend, Eust.
-
12 δια-φωνητικός
δια-φωνητικός, ή, όν, Verschiedenheit, Uneinigkeit herbeiführend.
-
13 ἀνα-φωνητικός
ἀνα-φωνητικός, ausrufend, Sp.
-
14 голосовой
φωνητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > голосовой
-
15 phonetic
φωνητικός -
16 φωνητικά
φωνητικόςvocal: neut nom /voc /acc plφωνητικά̱, φωνητικόςvocal: fem nom /voc /acc dualφωνητικά̱, φωνητικόςvocal: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 φωνητικόν
φωνητικόςvocal: masc acc sgφωνητικόςvocal: neut nom /voc /acc sg -
18 φωνητικαί
φωνητικόςvocal: fem nom /voc pl -
19 φωνητικοί
φωνητικόςvocal: masc nom /voc pl -
20 φωνητική
φωνητικόςvocal: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
φωνητικός — vocal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη φωνή, είναι της φωνής, που προορίζεται για τη φωνή: Φωνητικές χορδές. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθόγγο: Φωνητικές μεταβολές (οι μεταβολές των φθόγγων μιας γλώσσας εξαιτίας της προφοράς). 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνητικά — φωνητικός vocal neut nom/voc/acc pl φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc/acc dual φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῶν — φωνητικός vocal fem gen pl φωνητικός vocal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικόν — φωνητικός vocal masc acc sg φωνητικός vocal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικαί — φωνητικός vocal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῖς — φωνητικός vocal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοί — φωνητικός vocal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῦ — φωνητικός vocal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῆς — φωνητικός vocal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)