-
1 голосовой
φωνητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > голосовой
-
2 phonetic
φωνητικός -
3 вокальный
муз. φωνητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вокальный
-
4 речевой
лингв. φωνητικός, του λόγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > речевой
-
5 фонетика
η φωνητικήη φθογγολογία- CT ο φθογγολόγος, ο φωνολόγος-ческий φωνητικός, φθογγικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонетика
-
6 вокальный
вокальн||ыйприл муз. φωνητικός, τοῦ τραγουδιοῦ, τῆς χορωδίας:\вокальныйая му́-зыка ἡ φωνητική μουσική· \вокальный ансамбль τό συγκρότημα τραγουδιού. -
7 голосовой
голосов||о́йприл φωνητικός:\голосовойые связки анат. οἱ φωνητικές χορδές. -
8 речевой
речевойприл φωνητικός, τοῦ λόγου:\речевой аппарат τό ὀργανο του λόγου. -
9 фонетический
фонет||и́ческийприл φωνητικός, φθογγολογικός:\фонетическийи́че-ская транскрипция ἡ γραφική ἀναπαράσταση τῶν φθόγγων, -
10 phonetic
[fə'netik] 1. adjective(relating to the sounds of (a) language: He's making a phonetic study of the speech of the deaf.) φωνητικός2. noun singular, noun plural((a system of) symbols used to show the pronunciation of words.) φθογγολογία -
11 вокальный
[βακάλ'νυϊ] επ. φωνητικός -
12 голосовой
[γκαλασαβόϊ] εκ. φωνητικός -
13 вокальный
[βακάλ'νυϊ] επ φωνητικός -
14 голосовой
[γκαλασαβόϊ] επ φωνητικός -
15 фонетический
[φανιτίτσισκιϊ] επ φωνητικός, φθογγολογικός -
16 вокальный
επ.φωνητικός•-ая музыка φωνητική μουσική.
-
17 гласный
-
18 голосовой
επ.φωνητικός•-ые связки φωνητικές χορδές.
-
19 фонационный
επ., φωνητικός, φθγγικός• ηχητ ικός. -
20 фонетический
επ.φωνητικός, φθογγικός•-ая транскрипция γραφική αναπαράσταση φθόγγων.
См. также в других словарях:
φωνητικός — vocal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη φωνή, είναι της φωνής, που προορίζεται για τη φωνή: Φωνητικές χορδές. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθόγγο: Φωνητικές μεταβολές (οι μεταβολές των φθόγγων μιας γλώσσας εξαιτίας της προφοράς). 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνητικά — φωνητικός vocal neut nom/voc/acc pl φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc/acc dual φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῶν — φωνητικός vocal fem gen pl φωνητικός vocal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικόν — φωνητικός vocal masc acc sg φωνητικός vocal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικαί — φωνητικός vocal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῖς — φωνητικός vocal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοί — φωνητικός vocal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῦ — φωνητικός vocal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῆς — φωνητικός vocal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)