-
1 φωνητικός
φωνητικόςvocal: masc nom sg -
2 φωνητικός
A vocal, τὸ φ. the faculty of speech, Zeno Stoic.1.39, D.L.7.110;τὰ φ. ὄργανα Poll. 2.115
, cf. Gal.2.690; φ. δύναμις, [αἴσθησις], Arr.Epict.2.23.2, Theol.Ar.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωνητικός
-
3 φωνητικός
phoneticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φωνητικός
-
4 φωνητικά
φωνητικόςvocal: neut nom /voc /acc plφωνητικά̱, φωνητικόςvocal: fem nom /voc /acc dualφωνητικά̱, φωνητικόςvocal: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 φωνητικόν
φωνητικόςvocal: masc acc sgφωνητικόςvocal: neut nom /voc /acc sg -
6 φωνητικαί
φωνητικόςvocal: fem nom /voc pl -
7 φωνητικοί
φωνητικόςvocal: masc nom /voc pl -
8 φωνητική
φωνητικόςvocal: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 φωνητικήν
φωνητικόςvocal: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 φωνητικώτερα
φωνητικόςvocal: neut nom /voc /acc comp pl -
11 φωνητικών
-
12 φωνητικῶν
-
13 φωνητικής
-
14 φωνητικῆς
-
15 φωνητικοίς
-
16 φωνητικοῖς
-
17 φωνητικού
-
18 φωνητικοῦ
-
19 φωνητικώ
-
20 φωνητικῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φωνητικός — vocal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη φωνή, είναι της φωνής, που προορίζεται για τη φωνή: Φωνητικές χορδές. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθόγγο: Φωνητικές μεταβολές (οι μεταβολές των φθόγγων μιας γλώσσας εξαιτίας της προφοράς). 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνητικά — φωνητικός vocal neut nom/voc/acc pl φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc/acc dual φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῶν — φωνητικός vocal fem gen pl φωνητικός vocal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικόν — φωνητικός vocal masc acc sg φωνητικός vocal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικαί — φωνητικός vocal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῖς — φωνητικός vocal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοί — φωνητικός vocal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῦ — φωνητικός vocal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῆς — φωνητικός vocal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)