-
1 вслух
-
2 громко
громко φωναχτά, δυνατά \громко говорить μιλώ φωναχτά* * *φωναχτά, δυνατάгро́мко говори́ть — μιλώ φωναχτά
-
3 вслух
επίρ.φωναχτά•читать вслух διαβάζω φωναχτά.
-
4 вслух
вслухнареч δυνατά, φωναχτά, μεγαλόφωνα. -
5 зачитывать
зачитывать Iнесов1. (оглашать) διαβάζω φωναχτά, ἀναγι(γ)νώσκω μεγαλο-φώνως·2. разг:\зачитывать книгу οίκειοποιοῦμαι (или ἰδιοποιούμαι) τό βιβλίο.зачитывать IIнесов1. λογαριάζω, καταχωρώ, καταλογίζω:\зачитывать долг καταχωρώ τό χρέος·2. (ставить зачет) βαθμολογώ στίς ἐξετάσεις. -
6 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη. -
7 зачитать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачитанный, βρ: -тан, -а, -о.1. διαβάζω φωναχτά, εις υπήκοον•зачитать приказ διαβάζω διαταγή.
2. καταστρέφω από το πολύ διάβασμα•письмо было зачитано до дыр το γράμμα τρύπησε από το πολύ διάβασμα.
3. ιδιοποιούμαι βιβλίο.4. καταπονώ με το πολύ διάβασμα.5. αρχίζω να διαβάζω.1. ξεχνιέμαι διαβάζοντας.2. παραδιαβάζω• παθαίνω από το πολύ διάβασμα. -
8 огласить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оглашенный,επ. -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. (αν)αγγέλλω, ανακοινώνω φωναχτά• διαβάζω σε υπήκοον•огласить приговор διαβάζω την απόφαση του δικαστηρίου•
огласить приказ διαβάζω τη διαταγή.
2. παλ. κοινολογώ, διαδίδω, διαλαλώ, διατυμπανίζω. || δημοσιεύω.3. φωνάζω, ηχώ βροντοφωνάζω.γεμίζω με φωνές, ήχους. || παλ. κοινολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (2 σημ.). -
9 орать
-
10 подчитать
ρ.σ.μ.1. διαβάζω λίγο, συμπληρωματικά.2. διαβάζω φωναχτά (για διόρθωση στο κείμενο). -
11 подчитка
-и θ.διάβασμα κειμένου φωναχτά (για έλεγχο). -
12 про
про 1πρόθ. με αιτ. περί, για•про вас говорят дурно για σας μιλάν άσχημα, σας κακολογούν•
про него сочинили целую историю γι αυτόν έφτυχσα.ν ολόκληρη ιστορ ία•
читай про себя διάβασε με το νου σου (όχι φωναχτά)•
я слышал про это άκουσα γι αυτό•
про случай σε περίπτωση•
про всякий случай για κάθε ενδεχόμενο.
про 2στην εκφρ. про и контра υπέρ και κατά. -
13 произнести
-несу, -несёшь, παρλθ. χρ. произнёс-несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произнесённый, βρ: -сён, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. προφέρω•произнести гласный звук «А» προφέρω το φωνήεν «α».
2. εκφέρω, λέγω•в гостях он не -с ни слова όταν ήμασταν καλεσμένοι, αυτός δε μίλησε καθόλου, δεν έβγαλε ούτε λέξη•
произнести тост προσφωνώ κατά την πρόποση.
3. ανακοινώνω, διαβάζω φωναχτά, με έμφαση•произнести выговор διαβάζω τη δικαστική απόφαση.
-
14 протрещать
-щу, -щишьρ.σ.1. τρίζω.2. μιλώ, φωναχτά, δυνατά.3. τσιρίζω, κραυγάζω (για ένα χρον. διάστημα). -
15 читать
ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•читать газету διαβάζω εφημερίδα•
читать книгу διαβάζω το βιβλίο•
он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•
читать вслух διαβάζω φωναχτά•
читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•
читать про себя διαβάζω με το νου μου•
читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.
2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•
читать ноты διαβάζω τις νότες.
3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.
4. απαγγέλλω•читать стих απαγγέλλω ποίημα.
|| κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.
εκφρ.читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.διαβάζομαι•надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•
роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•
мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.
|| διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι. -
16 чтение
-я ουδ.1. ανάγνωση, διάβασμα•вслух ανάγνωση φωναχτά•
чтение про себя διάβασμα με το νου•
беглое чтение ελεύθερη (εύχερη)ανάγνωση•
чтение чертежей διάβασμα (κατανόηση) των σχεδίων.
2. το ανάγνωσμα.
См. также в других словарях:
φωναχτά — Ν επίρρ. βλ. φωναχτός … Dictionary of Greek
αναβορβορύζω — ἀναβορβορύζω (Α) μουρμουρίζω δυνατά, επιδοκιμάζω φωναχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βορβορύζω «γουργουρίζω», λ. ηχομιμητική] … Dictionary of Greek
ανακάλεμα — και κάλεσμα ή κάλημα, το 1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά 2. αναγγελία, διακήρυξη 3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι 4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας 5. ανάμνηση, αναπόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ.… … Dictionary of Greek
αντιβοώ — (Α ἀντιβοῶ, άω) αντηχώ, αντιλαλώ αρχ. αποκρίνομαι φωναχτά … Dictionary of Greek
προκλαίω — και αττ.τ. προκλάω, Α [κλαίω] 1. κλαίω φανερά και φωναχτά ή κλαίω εκ τών προτέρων 2. θρηνώ προηγουμένως … Dictionary of Greek
προφωνώ — έω, ΜΑ [φωνῶ] εκδίδω διακήρυξη ή διαταγή ενώπιον όλων (α. «τοῡτο δὲ πᾱσι προφωνῶ καὶ πᾱσι παραγγέλνω», Διήγ. Αχιλλ. β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», Αισχύλ. γ. «ὑμῑν προφωνῶ πᾱσι Καδμείοις τάδε», Σοφ.) αρχ. διακηρύσσω, λέω φωναχτά από… … Dictionary of Greek
φωναχτός — ή, ό, Ν [φωνάζω] 1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα 2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός. επίρρ... φωναχτά Ν με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα … Dictionary of Greek
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek
Καμπούρογλους, Ιωάννης — (Φανάρι 1851 – 1903). Λόγιος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στη Γερμανία και στη Γαλλία. Ίδρυσε μαζί με τον Δημήτρη Κορομηλά την Εφημερίδα (1873 79) και εξέδωσε τη Νέα εφημερίδα(1881). Διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου… … Dictionary of Greek
Ουναμούνο, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Unamuno, Μπιλμπάο 1864 – Σαλαμάνκα 1936). Ισπανός δοκιμιογράφος, πεζογράφος, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1891 κατέλαβε την έδρα της ελληνικής φιλολογίας και άρχισε τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Το 1901… … Dictionary of Greek