-
61 επετειος
ион. ἐπέτεος 2 и 31) годичный, годовой(φόρος Her.; καρπός Plat., Arst.)
2) ежегодный(θυσίαι Her.)
3) повторяющийся из года в год(νόσοι Plat.)
4) однолетний(φυτά Arst.)
5) изданный на (текущий) год(τῆς βουλῆς ψηφίσματα Dem.)
6) меняющийся из года в годἐ. τέν φύσιν Arph. — непостоянный по природе
-
62 επιγειος
-
63 επιφημιζω
1) med. произносить (зло)вещие слова, пророчить несчастье Her.2) (в силу предзнаменования) торжественно обещать3) провозглашать виновником, объявлятьἐ. τινὴ τὸν θεόν Plat., Dem. или τὸ δαιμόνιον Plut. — связывать что-л. с божеством, приписывать что-л. богу;
πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὑτῷ δηλοῦν Plut. — он объявил, что (Артемида) открыла ему много тайн4) назначать, (пред)определять(τί τι εἶναι Plat.)
5) объявлять посвященным, посвящать(φυτὰ θεῷ Luc.)
-
64 ετερογενης
21) разнородный, относящийся к различным родам(ὑγίειαι καὴ νόσοι Arst.; φυτά Plut.)
2) грам. меняющий во множественном числе род (напр., ὅ δάκτυλος - pl. τὰ δάκτυλα) Arst. -
65 ευπεταλος
-
66 ευφορος
21) удобный для ношения, легкий(ὅπλα, δόρυ Xen.; σφενδόνη Luc.)
2) быстро переносящийся, быстро распространяющийся(νοσήματα Luc.)
3) хорошо движущий, попутный(πνεῦμα Xen.)
4) легко выносимый(πόνοι Pind.)
5) здоровый, крепкий(σῶμα Xen., Arst.)
6) плодовитый, плодоносный(φυτά Arst.; ἀγρός Plut.)
-
67 ευωδης
2[ὄζω] благовонный, благоуханный, душистый(θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.)
-
68 ζωον
иногда ζῶον τό1) живое существо(ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζ., sc. ἐστιν Arst.)
πᾶν, ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζ. ἂν λέγοιτο Plat. — все, что причастно жизни, может быть названо живым существом2) животное(ζῷα πάντα καὴ φυτά Plat.; γένος ἀνθρώπων καὴ ζῴων καὴ φυτῶν Arst.)
3) презр. тварьὅπως ἥ χώρα τοῦ τοιούτου ζώου καθαρὰ γίγνηται Plat. — чтобы страна очистилась от подобной твари
4) изображение с натуры, т.е. статуя, картина, рисунок и т.д. (πυραμίς, ἐν τῇ ζῷα ἐγγέγλυπται Her.)ζ. οἱ ἐνῆν ἀνέρ ἱππεύς Her. — на нем (т.е. на каменном изваянии) было изображение всадника;
ζῷα γράψασθαι πᾶσαν τέν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου Her. — написать картину (изображающую) весь этот мост через Боспор -
69 ημερος
1) прирученный, ручной, домашний(χήν Hom.; ζῷα Plat., Arst., Plut.; ἀγέλαι Plat.)
2) возделываемый, взращенный человеком, культурный(ἐλαίη, δένορεα Her.; καρπός Plat.; φυτά Arst.)
3) упорядоченный, содержащийся в порядке, удобный(ὁδοί Plat.)
4) воспитанный, культурный, учтивый(ἄνδρες Her., Dem.)
-
70 ημεροω
1) делать ручным, приручать, укрощать(θρέμματα φωναῖς Plat.)
2) приводить в порядок, делать благоустроенным(πορθμόν Pind.; χθόνα ἀνήμερον Aesch.)
3) смягчать, облагораживать(πάντα τὰ ἀνθρώπινα Plat.; τοῖς ἀνθρωπίνοις παραδείγμασί τινα Plut.)
4) делать культурным(τὰ φυτά Arst.)
5) тж. med. смирять, покорять, подчинять(πᾶν ἔθνος τινί Her.; τέν Κελτικήν Plut.)
-
71 θαμνος
ὅ, редко ἥ1) куст, кустарник(ὑπὸ θάμνῳ κατακεῖσθαι Hom.; φυτὰ μέσον δένδρων καὴ βοτανῶν σμικρῶν, τὰ λεγόμενα θάμνοι Arst.)
2) деревцо(ἐλαίης Hom.)
-
72 θηλεω
дор. θᾱλέω (эп. impf. θήλεον)1) зеленеть, расцветать(σελίνου Hom. и σελίνοις Pind.; φυτὰ θηλήσαντα Anth.)
2) перен. цвести, прославляться(νικαφορίαις Pind.)
-
73 θηριον
τό1) (тж. ἄγριον θ. Her.) дикое животное, зверь(μάλα μέγα θ. Hom., ὑπὸ τῶν θηρίων ἁρπάζεσθαι Her.; τοῖς θηρίοις μάχεσθαι Plut.)
2) животное ( вообще)(τὰ θηρία καὴ τὰ φυτά Plat.)
θ. ὕειον Plat. — свинья4) бран. (тж. κακὸν θ. NT.) животное, тварь, тж. глупецταυτὴ ποδαπὰ τὰ θηρία ; Arph. — откуда эти дурни?
-
74 καταγηρασκω
(fut. καταγεράσω и καταγεράσομαι, aor. 1 κατεγήρᾱσα, pf. καταγεγήρακα) стареть, стариться(αἶψα ἐν κακότητι βροτοὴ καταγηράσκουσιν Hom.; τὰ φυτὰ αὐαίνεται καὴ καταγηράσκει Arst.): (οἱ ξένοι) οὐ καταγηράσκουσιν ἐν τῇ πόλει Plat. иноземцы не живут до самой старости в (чужом) государстве; θητεύων καταγηράσκει Plut. он состарился рабом
-
75 κατοικιδιος
-
76 κεφαλοβαρης
-
77 κηπαιος
-
78 κηπευω
1) взращивать (в саду), разводить(φυτά Luc.; βοτάνας Plut.)
2) растить, тж. холить, лелеять(βόστρυχον Eur.)
3) освежать, орошать(τὸν λειμῶνα δρόσοις Eur.)
-
79 ξυμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
80 ολιγοσπερμος
См. также в других словарях:
φυτά — φυτάς plant fem voc sg φυτόν plant neut nom/voc/acc pl φυτός shaped by nature neut nom/voc/acc pl φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc/acc dual φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυτά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.) του νομού Χίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, οι Κηπουριές (υψόμ. 340 μ.) … Dictionary of Greek
μικρόθερμα φυτά — Φυτά των οποίων ο βιολογικός κύκλος μπορεί να εξελίσσεται ενεργά μόνο σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών και συγκεκριμένα μεταξύ 15° και 0°C, με θερμικό άριστο κάτω των 10°C. Μικρόθερμα φυτά είναι η βετούλη, οι νάνες ιτιές, χαμόφυτα της τούνδρας… … Dictionary of Greek
αεροφόρα φυτά — Φυτά, κυρίως υδρόβια, που φέρουν εξογκώσεις γεμάτες από αέρα, με τις οποίες κατορθώνουν να επιπλέουν. Τέτοιο φυτό είναι η τράπα η νηχομένη με φύλλα και βλαστούς αεροφόρους, που επιπλέουν, γνωστή στην Ελλάδα ως τριβολοκρατήλα … Dictionary of Greek
εφήμερα φυτά — Φυτά, τα οποία περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στο έδαφος με τη μορφή σπερμάτων ανθεκτικών στην ξηρασία και στη σήψη και είναι σε θέση να φυτρώσουν, να ανθίσουν και γενικά να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους μέσα σε λίγες μόνο… … Dictionary of Greek
αζωτολόγα φυτά — Τα φυτά που εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. Ανήκουν όλα στην τάξη χεδρωπά ή λεγκουμινώδη. Χρησιμοποιούνται από τους γεωργούς για τη βελτίωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών, με τη μέθοδο της χλωρής λίπανσης. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… … Dictionary of Greek
δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek
μονοετή φυτά — Ποώδη φυτά τα οποία κλείνουν τον κύκλο της ανάπτυξής τους μέσα σε ένα μόνον έτος. Ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε περιοχές στις οποίες είναι πολύ σαφής η διαδοχή των εποχών, με συνέπεια να παρατηρείται μια πολύ ευνοϊκή και μια πολύ δυσμενής για τα φυτά… … Dictionary of Greek
αλλόχωρα φυτά — Ονομάζονται τα φυτά που τα σπέρματα και οι καρποί τους (μονάδες διασποράς) διασπείρονται με ξένα μέσα, όπως είναι o άνεμος, το νερό και τα ζώα. Σε αντίθεση με αυτά βρίσκονται τα αυτόχωρα φυτά … Dictionary of Greek
φαρμακευτικά φυτά — Ονομασία ορισμένων φυτών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ή από τα οποία λαμβάνεται με ειδική επεξεργασία παρασκεύασμα (εκχύλισμα) για τον ίδιο σκοπό. Ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι κατέφευγαν στα φυτά για την ανακούφιση των πόνων και τη… … Dictionary of Greek