-
101 скрещивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скрещивать
-
102 сложноцветные
бот. τα σύνθετα (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сложноцветные
-
103 спайнолепестные
бот. τα συμπέταλλα (φυτά)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спайнолепестные
-
104 стручковые
(растения) бот. τα κερα-τοφόρα (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стручковые
-
105 сухолюбивый
бот. ανθεκτικός στην ξηρασία (για τα φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сухолюбивый
-
106 сциофиты
бот. τα σκιόφυτα (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сциофиты
-
107 термофилы
(зоол., бот.) τα θερμόφιλα (ζώα, φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термофилы
-
108 термофобы
(зоол., бот) τα θερμόφοβα (ζώα, φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термофобы
-
109 трельяж
1. (трёхстворчатое зеркало) о τρίπτυχος καθρέπτης 2. (тонкая решётка для вьющихся растений) το δικτυωτό/καφασωτό αναρρίχησης φυτών, η πέργκολα, η δικτυωτή σχάρα (ξύλινη ή μεταλλική) για αναρριχόμενα φυτά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трельяж
-
110 цитрусовый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цитрусовый
-
111 шпалеры
мн. 1. (обивочные ткани, обои) η ταπετσαρία του τοίχου 2. (натянутая проволока, решётки, по которым вьётся растение) η πέργκολα, η κατασκευή από μακρόστενους ράβδους που σχηματίζουν ρόμβους, πάνω στα οποία αναρριχώνται τα φυτά 3. (ряды деревьев, кустов по обеим сторонам дороги) τα δέντρα/οι θάμνοι εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпалеры
-
112 эфемеры
бот. το εφήμερα (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эфемеры
-
113 водяной
водян||ой Iприл1. (живущий или растущий в воде) ὑδρόβιος, ἐνυδρος:\водянойая пти́ца τό νηκτικό πτηνὅ \водянойые растения τά ὑδρόβια φυτά·2. (приводимый в действие водой) ὑδάτινος:\водянойа́я мельница ὁ νερόμυλος, ὁ ὑδρόμυλος· \водянойая турбина ἡ ὑδροτουρμπίνα· центральное \водянойое отопление ἡ κεντρική θέρμανσή ◊ \водянойые знаки τά ὑδάτινα σημεία, τά ὑδατόσημα.водяной IIм фольк. ὁ νεράιδος, τό στοιχείο τοῦ ποταμού. -
114 выводить
выводитьнесов1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:\выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):\выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:\выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω. -
115 декоративный
декор||ати́вныйприл διακοσμητικός / σκηνογραφικός (в театре):\декоративныйати́вные растения τά διακοσμητικά φυτά· \декоративныйати́в-ное искусство ἡ διακοσμητική τέχνη. -
116 зонтичные
зонтичныемн. (ед. зонтичное с) бот. τά σκιαδοφόρα φυτά. -
117 ископаемый
ископаем||ыйприл1. (добываемый из недр земли) ὁρυκτός·2. геол. ἀπολιθωμένος:\ископаемыйые растения τά ἀπολιθωμένα φυτά· \ископаемыйое животное τά ἀπολιθωμένα ζῶα·3. \ископаемыйые мн.:(полезные) ископаемые τά ὁρυκτά τά μεταλλεύματα (руда). -
118 любить
любитьнесов1. ἀγαπῶ·2. (чувствовать склонность) ἀγαπῶ/ ἀρέσω (нравиться):он любит, когда́ она играет τοῦ ἀρέσει ὀταν αὐτή παίζει·3. (нуждаться) χρειάζομαι, ἀγαπῶ:растении любят воду τά φυτά ἀγαπᾶνε τό νερό· ◊ любишь кататься, люби́ и саночки возить поел. ὀποιος ἔχει τά γένεια ἔχει καί τά χτένια. -
119 мир
мир Iχ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·2. (среда) ὁ κόσμος:животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.мир IIм (спокойствие) ἡ είρήνη:жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό. -
120 многобрачный
многобра́ч||ныйприл πολύγαμος:\многобрачныйные растения τά πολύγαμα φυτά.
См. также в других словарях:
φυτά — φυτάς plant fem voc sg φυτόν plant neut nom/voc/acc pl φυτός shaped by nature neut nom/voc/acc pl φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc/acc dual φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυτά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.) του νομού Χίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, οι Κηπουριές (υψόμ. 340 μ.) … Dictionary of Greek
μικρόθερμα φυτά — Φυτά των οποίων ο βιολογικός κύκλος μπορεί να εξελίσσεται ενεργά μόνο σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών και συγκεκριμένα μεταξύ 15° και 0°C, με θερμικό άριστο κάτω των 10°C. Μικρόθερμα φυτά είναι η βετούλη, οι νάνες ιτιές, χαμόφυτα της τούνδρας… … Dictionary of Greek
αεροφόρα φυτά — Φυτά, κυρίως υδρόβια, που φέρουν εξογκώσεις γεμάτες από αέρα, με τις οποίες κατορθώνουν να επιπλέουν. Τέτοιο φυτό είναι η τράπα η νηχομένη με φύλλα και βλαστούς αεροφόρους, που επιπλέουν, γνωστή στην Ελλάδα ως τριβολοκρατήλα … Dictionary of Greek
εφήμερα φυτά — Φυτά, τα οποία περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στο έδαφος με τη μορφή σπερμάτων ανθεκτικών στην ξηρασία και στη σήψη και είναι σε θέση να φυτρώσουν, να ανθίσουν και γενικά να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους μέσα σε λίγες μόνο… … Dictionary of Greek
αζωτολόγα φυτά — Τα φυτά που εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. Ανήκουν όλα στην τάξη χεδρωπά ή λεγκουμινώδη. Χρησιμοποιούνται από τους γεωργούς για τη βελτίωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών, με τη μέθοδο της χλωρής λίπανσης. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… … Dictionary of Greek
δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek
μονοετή φυτά — Ποώδη φυτά τα οποία κλείνουν τον κύκλο της ανάπτυξής τους μέσα σε ένα μόνον έτος. Ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε περιοχές στις οποίες είναι πολύ σαφής η διαδοχή των εποχών, με συνέπεια να παρατηρείται μια πολύ ευνοϊκή και μια πολύ δυσμενής για τα φυτά… … Dictionary of Greek
αλλόχωρα φυτά — Ονομάζονται τα φυτά που τα σπέρματα και οι καρποί τους (μονάδες διασποράς) διασπείρονται με ξένα μέσα, όπως είναι o άνεμος, το νερό και τα ζώα. Σε αντίθεση με αυτά βρίσκονται τα αυτόχωρα φυτά … Dictionary of Greek
φαρμακευτικά φυτά — Ονομασία ορισμένων φυτών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ή από τα οποία λαμβάνεται με ειδική επεξεργασία παρασκεύασμα (εκχύλισμα) για τον ίδιο σκοπό. Ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι κατέφευγαν στα φυτά για την ανακούφιση των πόνων και τη… … Dictionary of Greek