-
1 φυτευτος
-
2 φυτευτός
-
3 φυτευτός
φυτευτός, gepflanzt, übtr., erzeugt -
4 φυτευτός
η, ο[ν] посоженный (о растении) -
5 φυτευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυτευτός
-
6 φυτευτός
dikilen, fideden büyüyen -
7 καλλι-φύτευτος
καλλι-φύτευτος, schön bepflanzt, Sp.
-
8 θεο-φύτευτος
θεο-φύτευτος u. θεό-φυτος, von Gott gepflanzt, Sp., bes. K. S.
-
9 οὐρανο-φύτευτος
οὐρανο-φύτευτος, vom Himmel gepflanzt, geschaffen, Sp.
-
10 ἀ-φύτευτος
ἀ-φύτευτος, nicht bepflanzt, χῶρος Xen. Oec. 20, 22.
-
11 φυτευτόν
φυτευτόςplanted: masc acc sgφυτευτόςplanted: neut nom /voc /acc sg -
12 φυτευτή
φυτευτόςplanted: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 σκευαστός
-
14 αφυτευτος
-
15 φυτευτή
φυτευτήςpastinator: masc dat sg (attic epic ionic)φυτευτόςplanted: fem dat sg (attic epic ionic) -
16 φυτευτῇ
φυτευτήςpastinator: masc dat sg (attic epic ionic)φυτευτόςplanted: fem dat sg (attic epic ionic) -
17 φυτευταί
φυτευτήςpastinator: masc nom /voc plφυτευτόςplanted: fem nom /voc pl -
18 φυτευτάς
φυτευτά̱ς, φυτευτήςpastinator: masc acc plφυτευτά̱ς, φυτευτήςpastinator: masc nom sg (epic doric aeolic)φυτευτά̱ς, φυτευτόςplanted: fem acc pl -
19 φυτευτήν
φυτευτήςpastinator: masc acc sg (attic epic ionic)φυτευτόςplanted: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 σκευαστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκευαστός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση … Dictionary of Greek
φυτευτός — ή, ό ο φυτεμένος, αυτός που έγινε με φύτεμα, αυτός που δε φύτρωσε μόνος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτευτόν — φυτευτός planted masc acc sg φυτευτός planted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτή — φυτευτός planted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτοφύτευτος — ον, Μ φυτευμένος από τις Χάριτες («δένδρον χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + φυτευτός (< φυτεύω), πρβλ. ἀ φύτευτος] … Dictionary of Greek
μυριοφύτευτος — η, ο (Μ μυριοφύτευτος, η, ον) (για τόπους) αυτός που είναι πλούσιος σε βλάστηση, που έχει πάρα πολλά φυτά, κατάφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
πορφυροφύτευτος — ον, Μ ο πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
πτεροφύτευτος — ον, Μ 1. αυτός που μοιάζει να είναι γεμάτος με φτερά 2. (κυρίως για το παγώνι) αυτός που έχει πλούσιο φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
ριζοφύτευτος — ον, Μ φυτεμένος που ήδη έχει αναπτυχθεί και έχει απλώσει τις ρίζες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
φυτευταί — φυτευτής pastinator masc nom/voc pl φυτευτός planted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτάς — φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc acc pl φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc nom sg (epic doric aeolic) φυτευτά̱ς , φυτευτός planted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)