-
1 φυτευτή
φυτευτήςpastinator: masc dat sg (attic epic ionic)φυτευτόςplanted: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 φυτευτῇ
φυτευτήςpastinator: masc dat sg (attic epic ionic)φυτευτόςplanted: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 φυτευτή
φυτευτόςplanted: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
φυτευτῇ — φυτευτής pastinator masc dat sg (attic epic ionic) φυτευτός planted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτή — φυτευτός planted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση … Dictionary of Greek
φυτευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που φυτεύει: Έχουν μόνο φυτευτή κι έχουν περιβολάρη (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτεψη ή το φυτευτή (βλ. λλ.), ο κατάλληλος για φύτεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)