Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φυτευτῇ

См. также в других словарях:

  • φυτευτῇ — φυτευτής pastinator masc dat sg (attic epic ionic) φυτευτός planted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτευτή — φυτευτός planted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση …   Dictionary of Greek

  • φυτευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που φυτεύει: Έχουν μόνο φυτευτή κι έχουν περιβολάρη (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτεψη ή το φυτευτή (βλ. λλ.), ο κατάλληλος για φύτεψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»