-
1 θεο-φύτευτος
θεο-φύτευτος u. θεό-φυτος, von Gott gepflanzt, Sp., bes. K. S.
-
2 θεοφύτευτος
θεο-φύτευτος u. θεό-φυτος, von Gott gepflanzt -
3 θεόφυτος
θεο-φύτευτος u. θεό-φυτος, von Gott gepflanzt
См. также в других словарях:
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
θεοσύμφυτος — θεοσύμφυτος, ον (AM) ο ενωμένος με τον θεό («θεοσυμφύτοις εὐαγγελισταῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύμ φυτος (< συμφύομαι)] … Dictionary of Greek