Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φυγόπολις

См. также в других словарях:

  • φυγόπολις — fleeing from a city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόπολις — και ποιητ. τ. φυγόπτολις, ι, Α αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισό πολις, φιλό πολις] …   Dictionary of Greek

  • φυγοπόλιδος — φυγόπολις fleeing from a city fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόπολι — φυγόπολις fleeing from a city fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φυγόπτολις — ι, Α (ποιητ. τ.) βλ. φυγόπολις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»