-
1 φυγόπολις
φυγό-πολις, die Stadt fliehend, meidend -
2 φυγό-πτολις
φυγό-πτολις, ὁ, ἡ, poet. statt φυγόπολις, sp. D.
См. также в других словарях:
φυγόπολις — fleeing from a city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγόπολις — και ποιητ. τ. φυγόπτολις, ι, Α αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισό πολις, φιλό πολις] … Dictionary of Greek
φυγοπόλιδος — φυγόπολις fleeing from a city fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγόπολι — φυγόπολις fleeing from a city fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγόπτολις — ι, Α (ποιητ. τ.) βλ. φυγόπολις … Dictionary of Greek