Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φυγό-πτολις

См. также в других словарях:

  • φερέπολις — και φερέπτολις, ιος, ὁ, ἡ, Α αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό πολις / πτολις, φυγό πολις / πτολις)] …   Dictionary of Greek

  • φυγόπολις — και ποιητ. τ. φυγόπτολις, ι, Α αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισό πολις, φιλό πολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»