-
1 φρενοπληξ
- ῆγος adj. Anth. = φρενόπληκτος См. φρενοπληκτος -
2 φρενοπλήξ
φρενοπλή̱ξ, φρενοπλήξmasc /fem nom /voc sg -
3 φρενοπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενοπλήξ
-
4 λινο-πλήξ
-
5 φρενοπλήγος
-
6 φρενοπλῆγος
-
7 φρενοπλήξιν
-
8 φρενοπλῆξιν
-
9 λινοπλήξ
См. также в других словарях:
φρενοπλήξ — φρενοπλή̱ξ , φρενοπλήξ masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α φρενόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
φρενοπλῆγος — φρενοπλήξ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοπλῆξιν — φρενοπλήξ masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek