-
1 φρενοπληκτος
-
2 φρενόπληκτος
φρενό-πληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενόπληκτος
-
3 φρενόπληκτος
φρενό-πληκτος, dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, betört -
4 φρενοπλήκτων
φρενόπληκτοςstricken in mind: masc /fem /neut gen pl -
5 φρενοπληξ
- ῆγος adj. Anth. = φρενόπληκτος См. φρενοπληκτος -
6 φρενο-πλήξ
φρενο-πλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, = φρενόπληκτος, Ep. ad. 411 (IX, 141).
См. также в других словарях:
φρενόπληκτος — η, ο / φρενόπληκτος, ον, ΝΑ φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σιδηρό πληκτος] … Dictionary of Greek
φρενοπλήκτων — φρενόπληκτος stricken in mind masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] … Dictionary of Greek
φρενοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α φρενόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
φρενοπληξία — η, ΝΜ [φρενόπληκτος] φρενοβλάβεια … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek