Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φουσκώνω

  • 1 φουσκώνω

    1. μετ.
    1) надувать (баллон, пузырь и т. п.); 2) перен. раздувать; вздувать;

    φουσκώνω τό λογαριασμό — раздуть счёт;

    φουσκώνω τίς τιμές — вздувать цены;

    τα φουσκώνει πολύ — он слишком всё раздувает, преувеличивает;

    3) вздувать, вызывать вздутие;
    4) перен. раздражать, сердить;

    § φουσκώνω τα μυαλά — кружить голову;

    της φούσκωσε την κοιλιά он её обрюхатил;
    2. αμετ. 1) раздуваться; разбухать, набухать; τό γάλα φούσκωσε молоко убежало; τό ζυμάρι φούσκωσε тесто подошло; 2) перен. разбухать; φούσκωσε το βιβλίο книга разбухла; 3) опухать; вздуваться; вспухать; пучить (живот); 4) перен. надуваться, важничать; 5) топорщиться; 6) задыхаться, запыхаться; 7) перен. сердиться, раздражаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φουσκώνω

  • 2 φουσκώνω

    [фусконо] ρ (μτβ) надувать, раздувать, делать набухшим, пучить, (αρτβ.) надуваться, раздуваться, пухнуть, пучиться, (μεταφ) надуваться, пыжиться.

    Эллино-русский словарь > φουσκώνω

  • 3 μυαλό

    τό
    1) мозг;

    μυαλά τηγανητά — кул. жареные мозги;

    2) ум, разум, рассудок;

    φωτεινό μυαλό — светлая голова;

    γερό ( — или τετραγωνικό) μυαλό — ясный ум;

    περιορισμένο μυαλό — ограниченный ум;

    του ήρθε στο μυαλό — ему пришло на ум;

    § βάζω το μυαλό μου να δουλέψει — шевелить мозгами;

    βάζω μυαλό σε κάποιον — учить уму-разуму;

    φουσκώνω τα μυαλά κάποιου — а) внушать, вбивать кому-л. в голову; — б) заставлять кого-л. терять чувство реального;

    δεν έπήξε ακόμα το μυαλό του — он ещё умственно не созрел; — у него незрелый ум;

    τίναξε τα μυαλά του στον αέρα — или κάπνισε τα μυαλά του — он пустил себе пулю в лоб;

    πήραν τα μυαλά του αέρα — он зазнался; — у него закружилась голова от успехов;

    αυτή τού πήρε το μυαλό — она ему вскружила голову, она его свела с ума;

    δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου — не могу выкинуть из головы;

    βάλ' το καλά στο μυαλό σου — заруби себе на носу;

    πού το είχες το μυαλό σου; — а где у тебя голова была?;

    βάζω μυαλό — браться за ум;

    έχει θηλυκό μυαλό — или τό μυαλό του γεννάει — у него голова хорошо варит;

    άλλο 'έχει στο μυαλό του — у него другое на уме;

    όσα μυαλά τόσες γνώμες — погов, сколько голов, столько умов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μυαλό

  • 4 τιμή

    η
    1) честь;

    ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;

    λόγος τιμής — честное слово;

    θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;

    ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;

    θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;

    честь;
    2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;

    διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);

    στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;

    κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;

    αποδίδω τιμές — воздавать почести;

    απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;

    3) цена; стоимость; курс;

    σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;

    αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;

    χαμηλές τιμές — низкие цены;

    τρέχουσα τιμή — существующая цена;

    επίσημη τιμή — официальный курс;

    σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;

    χάνω την τιμή — обесцениваться;

    πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;

    πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;

    φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;

    § 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;

    προς τιμήа) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);

    τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τιμή

См. также в других словарях:

  • φουσκώνω — φουσκώνω, φούσκωσα, φουσκωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: φουσκώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (φουσκώνομαι, βλ. πίν. 4 ). Το ρ. σημαίνει και → διογκώνω, αυξάνω κάτι σε όγκο και → διογκώνομαι, αυξάνομαι σε όγκο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… …   Dictionary of Greek

  • φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκώνω — φουσκώνω, γεμίζω με αέρα το ασκί …   Dictionary of Greek

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

  • ανοιδώ — ἀνοιδῶ ( έω) (Α) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω «κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα) 2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.… …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… …   Dictionary of Greek

  • φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… …   Dictionary of Greek

  • αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»