-
1 επίσημος
η, ο [ος, ον ]1) официальный;επίσημο πρόσωπο — официальное лицо;
επίσημη δήλωση — официальное заявление;
επίσημο υφός — официальный тон;
2) торжественный, праздничный, парадный;επίσημη στιγμή (δεξίωση) — торжественный момент (приём);
επίσημον ένδυμα — парадная форма;
3) важный, авторитетный;επίσημος ξένος — почётный, гость;
4) замечательный, выдающийся, знаменитый;επίσημον γεγονός — выдающееся событие
-
2 περιβολή
η1) уст. одевание; 2) одежда; форма (одежды);επίσημη περιβολή — официальная одежда (чаще фрак, смокинг);
3) церк, посвящение епископа в сан;§ εν αδαμιαία περιβολή — в костюме Адама, голый
-
3 πρόσκληση
[-ις (-εως)] η1) приглашение (врача, в гости и т. п.);επίσημη (ιδιαίτερη) πρόσκληση — официальное (особое, специальное) приглашение;
2) вызов (в суд и т. п.); призыв (в армию);3) пригласительный билет; повестка (в армию, в суд и т. п.) -
4 στολή
η1) наряд; одежда, костюм; убор;με εθνικές στολές — в национальных костюмах;
2) форма; мундир; обмундирование;μαθητική στολή — школьная форма;
μεγάλη στολή воен. — парадная форма;
επίσημη στολή — парадный мундир, парадный костюм
-
5 τιμή
η1) честь;ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;
λόγος τιμής — честное слово;
θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;
ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;
θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;
του έλαχε η τιμή — ему выпала
честь;2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);
στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;
κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;
αποδίδω τιμές — воздавать почести;
απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;
3) цена; стоимость; курс;σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;
αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;
χαμηλές τιμές — низкие цены;
τρέχουσα τιμή — существующая цена;
επίσημη τιμή — официальный курс;
σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;
χάνω την τιμή — обесцениваться;
πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;
πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;
φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;
§ 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;
προς τιμή — а) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);
τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek