-
1 φορήμεναι
A v. φορέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορήμεναι
-
2 φορειά
-
3 φόρεμα
-
4 φόρεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρεσις
-
5 φορέσκω
A = φορέω, φέρω, bring, [οἷς] κλέος οἶδα φορέσκειν Ramsay Studies in the Eastern Roman Provinces p.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορέσκω
-
6 φορετρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορετρίζω
-
7 φόρετρον
φόρ-ετρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρετρον
-
8 φορεύς
A bearer, carrier, Il.18.566, A.R.1.132.II litter-bearer, Plu.Art.22. -
9 φορεύω
φορ-εύω, = sq., Hsch. -
10 φορέω
Aφορέῃσι Od.5.328
, 9.10; [dialect] Ep. inf. φορῆναι (as if from Φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224;φορήμεναι Il.15.310
: [tense] impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, [ per.] 3sg.ἐφόρει Il.4.137
; [dialect] Ion.φορέεσκον 2.770
, 13.372: [tense] fut.φορήσω Scol.9
(cf. Ar.Lys. 632), X.Vect.4.32; later : [tense] aor.ἐφόρησα IG42(1).121.95
(Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, [dialect] Ep.φόρησα Il.19.11
, ([etym.] δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later , f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—[voice] Med., [tense] fut.φορήσομαι Hsch.
; in pass. sense, Plu.2.398d: [tense] aor. ἐφορησάμην ([etym.] ἐξ-) Is.6.39:—[voice] Pass., [dialect] Aeol. [tense] pres.φορήμεθα Alc.18.4
: [tense] aor. ἐφορήθην ([etym.] ἐν-) Plu.2.703b: [tense] pf. ; [tense] plpf. :—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action,ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770
, cf. 10.323;τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390
; of a slave,ὕδωρ ἐφόρει 10.358
, cf. Il.6.457;μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10
;θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224
; of the wind, bear to and fro, bear along,ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499
, cf. 21.337, Od.5.328;σώματα.. κύμαθ' ἁλὸς.. φορέουσι 12.68
;τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171
; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC 1262;λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95
(Epid.. iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—[voice] Pass., v. infr.11.2 most commonly of clothes, armour, and the like , bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238
;μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137
;θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372
, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.;φ. ἐσθήματα S.El. 269
; ;ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq. 872
; , Pl.Tht. 197b; .3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245;φ. ὄνομα S.Fr. 658
; ;δόξαν Arch.Pap. 1.220
(ii B. C.);ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl. 1059
;γλῶτταν Pl.Com. 51
; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with gen. or adj. added,σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76
;ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12
, cf. 101;ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519
;γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr. 564
;ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel. 619
;λῆμα θούριον φ. Ar.Eq. 757
;ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11
;καλάμινα σκέλη φ. Pl.
Com.184;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208
;τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21
(troch.).4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298.5 of Time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.).II [voice] Pass., to be borne along,ἐν ῥοθίοις A.Th. 362
(lyr.);φορούμενος πρὸς οὖδας S.El. 752
; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715;ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp. 689
;πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29
, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed,νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4
, cf. Ar. Pax 144;ποσσὶ φ. Theoc.1.83
, cf. Bion 1.23: metaph.,δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin. 976a
.III [voice] Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El. 309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192. -
11 φορεῖον
A litter, sedan-chair, Din.1.36, Plb.30.25.18 (pl.), Sor. 1.49, Plu.Eum.14, D.L.5.41, etc.; written [full] φόριον, LXX 2 Ma.3.27.2 beast of burden, ib.Ge.45.17.II porter's wages, Poll.7.133.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορεῖον
-
12 φορηδόν
φορ-ηδόν, Adv.A bearing like a bundle,φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορηδόν
-
13 φόρημα
A that which is carried, load, S.Ph. 474;φ. φρυγάνων Aen.Tact.29.7
; metaph., burden, A.Fr. 392, E.Fr. 643;ἄσηρον φ. Hp.Art.35
;οἷον φ. ὁ φόβος X.Cyr. 3.1.25
, cf. Hier.8.10.2 that which is worn, Poll.7.95: hence of ornament or dress, βουβάλια, καρπῶν.. φορήματα worn upon the wrists, Diph.59;ἡ χλαῖνα ἡρωϊκὸν φ. Ammon.Diff.p.140
V., cf. Phld.Piet.17, D.H.2.72, Plu.Dem.30, Luc.Dem.Enc.21;σκῆπτρον, βασιλικὸν φ. Corn.ND9
, etc.3 of a harp, Paus.9.30.2.4 = Lat. ferculum, as borne in triumphs, Plu.Sull.38, Luc.37.II collect. for οἱ φορεῖς, Plb.8.29.7. -
14 φόρησις
II = φορά A. 11, being borne, D.H.2.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρησις
-
15 φορητέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορητέος
-
16 φορητικός
A producing motion, φ. αἰθέριος οὐσία Theo Sm.p.149 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορητικός
-
17 φορητός
I borne, carried,φορητὰ κυμάτεσσιν Pi.Fr. 88.1
;φ. ὕδωρ Str.3.2.8
; φ. ὑπὸ (v.l. ἐπὶ)δελφίνων Plu.2.163c
; of the planets, Poll.4.156.2 to be carried, moveable,οἰκίαι Ph.2.238
; ἱερόν ib. 146: metaph.,ἄστατος καὶ φ.
constantly moving,Id.
1.219; [φύσις] μετάβολος καὶ φ. Plu.2.428b
;τὸ τῆς φύσεως φ. Hierocl. in CA7p.429M.
II bearable, endurable, A.Pr. 979; Κύπρις γὰρ οὐ φορητός E.l.c.;φορητὸς ἡ ᾠδή Luc.
l.c., cf. Tim.23, Jul.Gal. 201e;ἐμβολὴ οὐ φ.
irresistible,Arr.
Tact.12.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορητός
-
18 θεόφορος
II θεόφορος, ον, possessed by a god, inspired, θ. δύαι the pains of inspiration, Id.Ag. 1150 (lyr.), cf. Phld.D.1.4.2 θ. ὀνόματα names derived from a god, as Διόδωρος, Ath.10.448e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόφορος
-
19 σπονδηφορέω
A = σπονδοφορέω, Luc. Syr.D.42 (v.l. σπονδὴν φορ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδηφορέω
-
20 διπλάσιος
Grammatical information: adj.Meaning: `twofold, double' (Thgn.).Origin: IE [Indo-European] [802] *du̯i-pl̥-to- `two-fold'Etymology: From a verbal adjectiv *δί-πλατος formally changed after the ιο-adjectives like ἀμβρόσιος from ἄμβροτος, διφάσιος from δίφατος etc. (Schwyzer 466, Chantr. Form. 41). The basis is a verb meaning `to fold' (IE * pel-), cf. ἁπλόος etc. (s. v.). Goth. ain-falÞs `one-fold \> simple' and other Germanic formations contain a word for `fold', ONo. faldr m., PGm. *fálÞa-z, IE *pól-tos, formed like φόρ-τος a. o. - Ion. διπλήσιος is an innovation after παραπλήσιος a. o., hell. διπλασίων after the comparatives in - ίων (Schwyzer 598 n. 10, 536 n. 3), διπλάδιος (AP, pap.) after διχθάδιος etc. (cf. Schwyzer 467).Page in Frisk: 1,397-398Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διπλάσιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φορ-Λαμί — Πόλη (512.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Τσαντ, γνωστή σήμερα και με το τοπικό της όνομα Ν’ζαμένα. Χτισμένη κοντά στη συμβολή του Λογκόν με το Σαρί, περίπου 100 χλμ. από την εκβολή στη λίμνη Τσαντ και στα σύνορα σχεδόν με το Καμερούν,… … Dictionary of Greek
Φορ-ντε-Φρανς — (Fort de France). Πόλη (170.990 τ. χλμ., 170.500 κάτ. το 2003), πρωτεύουσα της Μαρτινίκας. Είναι σημαντικό εμπορικό λιμάνι, στη βόρεια άκρη του ομώνυμου κόλπου, από το οποίο εξάγονται αγροτικά, ως επί το πλείστον, προϊόντα (ζαχαροκάλαμο, μπανάνες … Dictionary of Greek
Φορ, Πολ — (Fort, 1872 – 1960). Γάλλος ποιητής. Στην ποίησή του ακολούθησε τις αισθητικές αντιλήψεις των συμβολιστών. Παράλληλα με την ποιητική του δραστηριότητα, ίδρυσε το 1890 το Θέατρο Τέχνης και το 1905 το περιοδικό Στίχος και πρόζα, στο οποίο… … Dictionary of Greek
σέντερ φορ — ο, Ν άκλ. (στο ποδόσφαιρο) ο παίκτης που κατέχει τη θέση τού κεντρικού κυνηγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. centre fore < centre «κέντρο» + fore «μπροστά»] … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
Μαρτινίκα — Νησί (1.102 τ. χλμ., 381.427 κάτ. το 1999) της Κεντρικής Αμερικής, στις Αντίλλες, το οποίο αποτελεί υπερπόντιο νομό της Γαλλίας, με πρωτεύουσα τη Φορ ντε Φρανς (Fort de France, 94.049 κάτ.).Βρίσκεται στα Προσήνεμα νησιά των Μικρών Αντιλλών,… … Dictionary of Greek
Myth Cloth — Les Saint Cloth Myth, appelées plus couramment Myth Cloth sont une ligne de figurines de collections (ainsi que leurs accessoires) basées sur le manga Saint Seiya et son anime (connu en France sous le nom Les Chevaliers du Zodiaque). Elles… … Wikipédia en Français
Myth Cloth — Saltar a navegación, búsqueda Los Myth Cloth (聖闘士聖衣神話, Saint Cloth Myth?), conocidos también en algunos países como Cloth Myth, son una línea de figuras de acción basada en la serie de Animación Saint Seiya (también conocida en España y toda… … Wikipedia Español
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ιματιοφορίς — ἱματιοφορίς, ίδος, ἡ (Α) κιβώτιο ιματίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + φορίς (< θ. φορ τού φέρω, πρβλ. φόρ ος), πρβλ. μαζο φορίς] … Dictionary of Greek
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek