-
1 φόρος
φόρος, ὁ, eigtl. das Getragene, Dargebrachte, gew. der Tribut; zuerst bei Her. 1, 6. 27. 3, 13 u. öfter; übh. Abgabe, Steuer, Zoll (vgl. σύνταξις), Ar. Ach. 478; φόρον φέρειν Av. 191; ὁ προςιὼν ἀπὸ τῶν πόλεων φόρος Vesp. 657; φόρου ὑποτελής Thuc. 1, 56; Plat. Gorg. 519 a Polit. 298 a; vgl. φορά. – Bei Sp. = forum der Römer.
-
2 φορός
φορός, όν, tragend, bringend, bes. – 1) weiter bringend, fördernd, dah. vom Winde, günstig, förderlich, Pol. 1, 60, 6; aber auch heftig, ungestüm, stürmisch. – 2) eintragend, fruchtbar, vom Weibe, trächtig, schwanger; übh. einträglich, nützlich, πρός τι, Strabo u. Plut. – 3) pass., getragen, gefördert, aber auch hingerissen, heftig, Sp.
-
3 φορός
φορόςbearing: masc /fem nom sg -
4 φόρος
φόροςthat which is brought in by way of payment: masc nom sg -
5 φορός
A bearing:I bringing on one's way, forwarding; of a wind, favourable,ἄνεμος Plb.1.60.6
, 31.15.8;πνεῦμα Str. 6.3.5
, D.S.14.55, etc.; so in neut. sense, tending, .2 metaph.,κύβος Luc.Sat.4
; πρὸς ὑγίειαν φ. conducive to health, Str.6.1.12;φορὰ καὶ συνεργὰ πρὸς ἀρετήν Plu.2.5c
.II productive, fruitful,γῆ Thphr.CP3.20.3
; of a woman, Hp.Mul.1.40: c. gen., M.Ant.8.15.III Adv. φορῶς, c. dat., conformably to,πλάττουσι ἴδια φ. τῇ κατασκευῇ τῆς δόξης Phld.Sign.38
; also πρὸς τὴν δόξαν ib.26;τρέπουσιν τὸ σωμάτιον φ. εἰς ἀρρωστίας Id.Ir.p.29W.
-
6 φόρος
A that which is brought in by way of payment, tribute,φόρου ἀπαγωγή Hdt.1.6
,27, cf. IG12.65.2, al., Th.1.96, etc.; ξυμμάχους φόρου ὑποτελεῖς subject to pay tribute, Id.1.56; φόρον ὑποτελέειν to pay tribute, Hdt.1.171, cf. Isoc.12.116; (anap.); , X.An.5.5.7, Ath.2.1;πόλεις ἃς οἱ ἰδιῶται ἐνέγραψαν φ. φέρειν IG12.212.88
; φ. τάξασθαι to agree to pay it Hdt.3.13; φόρον ταῖς πόλεσι τάξαι to fix their quotas of tribute, And.4.11, cf. Isoc.4.120, D.23.209, Aeschin.2.23; φ. δέχεσθαι to receive it, Th.1.96 (of the Ἑλληνοταμίαι), cf. X.Ath.3.2; φ. προσῄει it came in, And. 3.9;τὸν φ. ἀπὸ τῶν πόλεων τὸν προσιόντα Ar.V. 657
(anap.): pl.,φόροι ἥκουσιν Id.Ach. 505
, cf. Eq. 313 (troch.): ὁ βασιλικὸς φ., at Sparta, Pl.Alc.1.123a.2 generally, any payment,φόρον ἀπέφερον τῷ δήμῳ X.Smp.4.32
; κατὰ φόρους by instalments, Senatus consultum ap.Plb.18.44.7; ἐπιβαλλειν φ. impose a forced levy, Plu. Ant.24. -
7 φορός
-
8 φόρος
φόρος, ὁ, eigtl. das Getragene, Dargebrachte, gew. der Tribut; übh. Abgabe, Steuer, Zoll; = forum der Römer -
9 φόρος
φόρος, ου, ὁ (φέρω) that which is brought in as payment to a state, with implication of dependent status, tribute, tax (Hdt., Aristoph., et al.; ins, pap, LXX; TestJob 1:3 [n.pr.m.]), in our lit. in the expr. pay taxes or tribute φόρον (φόρους) δοῦναι (1 Macc 8:4, 7; cp. Just., A I, 17, 1 φόρους … φέρειν) Lk 20:22; 23:2 (cp. Jos., Bell. 2, 403 Καίσαρι δεδώκατε τὸν φόρον); ἀποδοῦναι (Jos., Ant. 14, 203, C. Ap. 1, 119) Ro 13:7 (φόρ. twice: pay tribute to the one entitled to receive tribute); τελεῖν (Jos., Ant. 5, 181; 12, 182; Tat. 4, 1) vs. 6 (φόρους).—B. 802; Pauly-W. VII 1–78; BHHW III, 1868f; RAC II 969–72.—DELG s.v. φέρω D. M-M. TW. Sv. -
10 φόρος
ο1) налог; пошлина;άμεσος (εμμεσος) φόρος — прямой (косвенный) налог;
ο φόρος της δεκάτης — десятина (налог);
έγγειος (δημοτικός) φόρ. — поземельный (муниципальный) налог;
φόρος (επί) τού είσοδήματος — подоходный налог;
φόρος (υποτελείας) ист. — дань;
2) перен. дань; долг;ευγνωμοσύνης — дань благодарности;3) базар, рынок;§ βγάζω στο φόρο — разоблачать, разглашать, разбалтывать;
βγαίνω στο φόρο — обнаруживаться, всплывать на поверхность
-
11 φορος
I.2[φέρω] несущий, влекущий, споспешествующий, попутный(ἄνεμος Polyb., Diod.; πνεῦμα Plut.)
φ. κάτω Arst. — тянущий вниз;φ. πρὸς ἀρετέν καὴ πρὸς εὐδαιμονίαν Plut. — ведущий к добродетели и к счастьюII.ὅ [φέρω]τοὺς φόρους τάττειν Isocr., Aeschin., Dem. — устанавливать налоги;
φόρον τάξασθαι Her. — наложить на себя, т.е. предложить дань2) уплата, платежδοῦναι χίλια τάλαντα κατὰ φόρους ἐν ἔτεσι δέκα Polyb. — уплатить тысячу талантов в рассрочку в течение десяти лет
3) произведение, плод(φόροι γᾶς Aesch.)
-
12 φόρος
{сущ., 5}подать, налог.Синонимы: 5056 ( τέλος).Ссылки: Лк. 20:22; 23:2; Рим. 13:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόρος
-
13 φόρος
{сущ., 5}подать, налог.Синонимы: 5056 ( τέλος).Ссылки: Лк. 20:22; 23:2; Рим. 13:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόρος
-
14 φόρος
подать, налог; син. τέλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φόρος
-
15 φόρος
[форос] ουσ. а. налог, налогообложение, (μεταφ.) долг, дань.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φόρος
-
16 φόρος
-ου + ὁ N 2 0-25-0-6-13=44 Jos 19,48a; JgsA 1,28.29.30.31*1 Kgs 10,15 τῶν φόρων the tributes (of)-ישׁמענ for MT ישׁמאנ from the men ofCf. BICKERMAN 1980, 58-59; DANIEL, S. 1966, 222; LLEWELYN 1994 127(n.60); →NIDNTT; TWNT -
17 φόρος
[форос] ουσ α налог, налогообложение, (μεταφ) долг, дань. -
18 φόρος
данокГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > φόρος
-
19 φόρος
impôt -
20 φόρος
1) podatek (m) rzecz.2) podatkowy przym.
См. также в других словарях:
φορός — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — that which is brought in by way of payment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — I (λ. λατ.), το φόρο (βλ. λ.). II 1. εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που πληρώνει ο πολίτης για το κράτος ή για διάφορα νομικά πρόσωπα: Έμμεσοι φόροι. – Ο φόρος της δεκάτης. 2. χρηματικό ποσό που πληρώνει ημιανεξάρτητη χώρα στον κυρίαρχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εναρ(σ)φόρος — ἐναρ(σ)φόρος, ον (Α) εναρηφόρος* … Dictionary of Greek
ζω(ο)φόρος — η ου, το διάζωμα των αρχαίων ναών που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο και που κοσμείται με ανάλογες μορφές ζώων και ανθρώπων: Η ζωφόρος του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβιωτίκιο — Φόρος των Βυζαντινών που επιβαλλόταν στην περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Ο φόρος ξεκίνησε από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που τον επέβαλαν στις περιουσίες των άκληρων παροίκων τους. Το α., ως επίσημη κρατική φορολογία έφτανε… … Dictionary of Greek
φορόν — φορός bearing masc/fem acc sg φορός bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορώτατον — φορός bearing masc acc superl sg φορός bearing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)