-
1 φοινῑκ-άνθεμος
φοινῑκ-άνθεμος, mit purpurrother Blüthe, ἔαρ Pind. P. 4, 64.
-
2 φοινῑκάνθεμος
См. также в других словарях:
κηράνθεμος — κηράνθεμος, ὁ και κηράνθεμον, τὸ (Α) κήρινθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. φοινικ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] … Dictionary of Greek