-
1 φλυαρία
φλυᾱρίᾱ, φλυαρίαnonsense: fem nom /voc /acc dualφλυᾱρίᾱ, φλυαρίαnonsense: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φλυᾱρίαι, φλυαρίαnonsense: fem nom /voc plφλυᾱρίᾱͅ, φλυαρίαnonsense: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 φλυαρίᾳ
Βλ. λ. φλυαρία -
3 φλυαρία
φλῠᾱρ-ία, ἡ,A nonsense, foolery, in word or deed, Timocr.10, Ar.Lys. 159, Pl.Tht. 162a, etc.;παιδιὰ καὶ φ. Id.Cri. 46d
;καπνὸς κα φ. Id.R. 581d
;χρωμάτων καὶ ἄλλης πολλῆς φ. θνητῆς Id.Smp. 211e
, cf. Phd. 66c:φ. καὶ λῆρος Com.Adesp.5.7
D.: freq. in pl., fooleries,λῆοοι καὶ φ. Pl.Hp.Ma. 304b
; εἴτε ληρήματα ..,εἴτε φλυαρίας Id.Grg. 486c
; περὶ σιτία καὶ ποτὰ καὶ ἰατροὺς καὶ φ. ib. 490c, cf. 519a;ἄνηθα καὶ σέλινα καὶ φ. Eub.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλυαρία
-
4 φλυαρίαι
φλυᾱρίαι, φλυαρίαnonsense: fem nom /voc plφλυᾱρίᾱͅ, φλυαρίαnonsense: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 φλυαρίας
φλυᾱρίᾱς, φλυαρίαnonsense: fem acc plφλυᾱρίᾱς, φλυαρίαnonsense: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 φλυαριών
-
7 φλυαριῶν
-
8 φλυαρίαις
φλυᾱρίαις, φλυαρίαnonsense: fem dat pl -
9 φλυαρίαν
φλυᾱρίᾱν, φλυαρίαnonsense: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 διωλύγιος
A immense, enormous,μήκη δ. Pl.Lg. 890e
;μακρὰ.. καὶ δ. φλυαρία Id.Tht. 162a
(Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός); πράγματα Is.Fr. 123
;μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d
;κῦμα δ. Call.Fr. 111
;ἤπειρος A.R.4.1258
; ;τιμαί Them.Or.11.146b
; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perh. far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing,φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12
: neut. as Adv.,δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4
;δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3
, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωλύγιος
-
11 καπνός
καπνός, ὁ,A smoke, Il.1.317, etc.;κνισάεντι καπνῷ Pi.I.4(3).66
;καπνῷ πυρός A.Ag. 497
; spray,καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα Od. 12.219
(hence metaph., Porph.Abst.1.47): prov., καπνοῦ σκιά, of things worth nothing, A.Fr. 399, S.Ph. 946; ; alsoπερὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar.Nu. 320
;κ. καὶ φλυαρία Pl.R. 581d
: and in pl., γραμμάτων καπνοί learned trifles, E.Hipp. 954;καπνοὺς.. καὶ σκιάς Eup.51
; nickname of a man, Id.122: metaph. also of envy, ὕδωρ καπνῷ φέρειν to throw water on the smoking embers, Pi.N.1.24: prov., ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ βιαζόμενος 'out of the frying-pan into the fire', Luc.Nec.4,al.II fumitory, Fumaria officinalis, Anon.Lond.36.58, Dsc.4.109. -
12 λαβρεία
λαβρ-εία· ἡ τοῦ λόγου ἔκληψις, Hsch.;A = ἡ φλυαρία, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβρεία
-
13 παιδιά
A childish play, pastime, amusement, opp. σπουδή, X.Smp.1.1; , cf. Arist.EN 1176b9(pl.); π. μαχητικαί, etc., Id.Rh. 1370b35; π. παῖσαι πρός τινα to play a game with.., Ar.Pl. 1056; μετὰ παιδιᾶς in sport, Th. 6.28, Pl.Phlb. 19d; σὺν πολλῷ γέλωτι καὶ παιδιᾷ (v.l. παιγνίᾳ) X.Cyr. 2.3.18, cf.2.3.20;ἐν π. Pl.Cra. 406c
; τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας in their games, Id.Lg. 798c; π. καὶ φλυαρία, λῆροι καὶ π., σκώμματα καὶ π., γέλως καὶ π., Id.Cri. 46d, Prt. 347d, Plu.2.59b, 456e; παιδιᾷ πεπαῖσθαι to be done in fun, Pl.Phdr. 265c: metaph., ὥστε σοι τὸν νῦν χόλον ( ὄχλον Döderl.).. παιδιὰν εἶναι δοκεῖν will seem mere child's play, A. Pr. 316;παιδιᾶς ἕνεκα καὶ ἀναπαύσεως Arist.Pol. 1339a16
;διαγωγὴ μετὰ παιδιᾶς Id.EN 1127b34
; wit, jesting, ib. 1128a20:—Pl. plays on the words παιδιά and παιδεία, Lg. 656c.II in pl., school holidays, SIG 577.79 (Milet., iii/ii B. C.). -
14 φλυαρολογία
φλῠᾱρο-λογία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλυαρολογία
-
15 ἐρεσχελία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεσχελία
-
16 διωλύγιος
Grammatical information: adj.Meaning: uncertain (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e); διωλύγιον acc. to H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; acc. to the sch. on Pl. = περιβόητος and σκοτεινός, i.e. connected with ὀλολυγή and ἠλύγη.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,402Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διωλύγιος
См. также в других словарях:
φλυαρία — φλυᾱρίᾱ , φλυαρία nonsense fem nom/voc/acc dual φλυᾱρίᾱ , φλυαρία nonsense fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυαρίᾳ — φλυᾱρίαι , φλυαρία nonsense fem nom/voc pl φλυᾱρίᾱͅ , φλυαρία nonsense fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυαρία — η, ΝΑ [φλύαρος] ασήμαντη και ανόητη πολυλογία νεοελλ. 1. ανοησία 2. χαλαρή συζήτηση για θέματα ήσσονος ενδιαφέροντος αρχ. στον πληθ. αἱ φλυαρίαι ανόητα πράγματα («περὶ σιτία καὶ ποτὰ καὶ ἰατροὺς καὶ φλυαρίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
φλυαρία — η 1. ανόητη πολυλογία, μωρολογία, περιττολογία, φαφλατάρισμα, φαφλατιό. 2. άσκοπος λόγος, ανώφελη κουβέντα, μωρία, ανοησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταληρώ — καταληρῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με τη φλυαρία μου 2. με τη φλυαρία μου ξεχνιέμαι και χάνω κάτι («καταληρεῑν τὴν ἐξωμίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληρῶ «φλυαρώ, μωρολογώ»] … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
παρλαπίπα — η 1. φλυαρία, πολυλογία, πάρλα 2. ανόητα, ανούσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γερμ. paperlapapp «φλυαρία» κατ επίδραση τού πάρλα] … Dictionary of Greek
πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] … Dictionary of Greek
φλέος — (I) ὁ, Α βλ. φλέως. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «βασκανία, φθορά». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος αποτελεί πιθ. παρ. τού ρ. φλέω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλέω), οπότε αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «φλυαρία, λόγια συκοφαντικά, βλαβερά». Το γένος… … Dictionary of Greek
φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως … Dictionary of Greek