-
1 chatter
-
2 gabble
-
3 garrulity
[-'ru:-]noun φλυαρία -
4 prattle
-
5 Drivel
v. intrans.P. κορυζᾶν (Plat.).——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drivel
-
6 Foolish
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Foolish
-
7 Frivolity
subs.P. μικρολογία, ἡ.Trifting, nonsense: Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλυαρία, ἡ, P. ληρήματα, τά.Unreasonableness: P. ἀλογία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Frivolity
-
8 Idle
adj.P. and V. ἀργός (Eur., El. 80), ῥᾴθυμος, P. ἄπονος.He made no idle boast: V. οὐχ ἡλίωσε τοὔπος (Soph., Trach. 258).Idle talk, babble: Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλυαρία, ἡ, P. ληρήματα, τά.Boast: P. κουφολογία, ἡ (Thuc.), V. κόμπος, ὁ, Ar. and V. κομπάσματα, τά.——————v. intrans.Sit idle: P. and V. καθῆσθαι.Let one's hand be idle: V. καταργεῖν χέρα (Eur., Phoen. 753).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Idle
-
9 Inanity
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inanity
-
10 Levity
subs.Inconstancy: P. τὸ ἀστάθμητον.Faithlessness: P. and V. ἀπιστία, ἡ.Unreasonableness: P. ἀλογία, ἡ.Sport, jest: P. and V. παιδιά, ἡ.Nonsense: Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλυαρία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Levity
-
11 Nonsense
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nonsense
-
12 Tattle
subs.Ar. and P. λῆρος, ὁ φλυαρία, ἡ, P. ὕθλος, ὁ, ληρήματα, τά.Gossip: V. λέσχαι, αἱ.——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tattle
-
13 Tomfoolery
subs.Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλυαρία, ἡ, P. ὕθλος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tomfoolery
-
14 Trifle
subs.Something small: P. ὀλίγον τι.Something of no value: P. and V. καπνός, ὁ (lit., smoke), Ar. and P. λῆρος, ὁ (Dem. 36; Ar., Lys. 860), φλυαρία, ἡ (Plat., Hipp. Maj. 304B).Split hairs over trifles: Ar. περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν (Nub. 320).——————v. intrans.P. and V. παίζειν.Split hairs: P. and V. λεπτουργεῖν, Ar. λεπτολογεῖν.Treat lightly: P. περὶ ὀλίγου ποιεῖσθαι; see Disregard.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trifle
-
15 Trifling
adj.Not worth speaking of: P. οὐκ ἄξιος λόγου.Frivolous: P. ληρώδης.Think of trifling importance: use disregard.——————subs.P. and V. παιδιά, ἡ.Frivolity: P. μικρολογία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trifling
-
16 Triviality
subs.Pettiness: P. μικρότης, ἡ, φαυλότης, ἡ.Frivolity: P. μικρολογία, ἡ.Nonsense: Ar. and P. λῆρος, ὁ. φλυαρία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Triviality
-
17 Vanity
subs.Pride: P. and V. φρόνημα, τό, ὕβρις, ἡ, ὄγκος, ὁ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ, χαυνότης, ἡ, V. χλιδή, ἡ, φρόνησις, ἡ.Fickleness: P. τὸ ἀστάθμητον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vanity
См. также в других словарях:
φλυαρία — φλυᾱρίᾱ , φλυαρία nonsense fem nom/voc/acc dual φλυᾱρίᾱ , φλυαρία nonsense fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυαρίᾳ — φλυᾱρίαι , φλυαρία nonsense fem nom/voc pl φλυᾱρίᾱͅ , φλυαρία nonsense fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυαρία — η, ΝΑ [φλύαρος] ασήμαντη και ανόητη πολυλογία νεοελλ. 1. ανοησία 2. χαλαρή συζήτηση για θέματα ήσσονος ενδιαφέροντος αρχ. στον πληθ. αἱ φλυαρίαι ανόητα πράγματα («περὶ σιτία καὶ ποτὰ καὶ ἰατροὺς καὶ φλυαρίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
φλυαρία — η 1. ανόητη πολυλογία, μωρολογία, περιττολογία, φαφλατάρισμα, φαφλατιό. 2. άσκοπος λόγος, ανώφελη κουβέντα, μωρία, ανοησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταληρώ — καταληρῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με τη φλυαρία μου 2. με τη φλυαρία μου ξεχνιέμαι και χάνω κάτι («καταληρεῑν τὴν ἐξωμίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληρῶ «φλυαρώ, μωρολογώ»] … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
παρλαπίπα — η 1. φλυαρία, πολυλογία, πάρλα 2. ανόητα, ανούσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γερμ. paperlapapp «φλυαρία» κατ επίδραση τού πάρλα] … Dictionary of Greek
πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] … Dictionary of Greek
φλέος — (I) ὁ, Α βλ. φλέως. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «βασκανία, φθορά». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος αποτελεί πιθ. παρ. τού ρ. φλέω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλέω), οπότε αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «φλυαρία, λόγια συκοφαντικά, βλαβερά». Το γένος… … Dictionary of Greek
φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως … Dictionary of Greek