-
1 λευκο-φλέγματος
λευκο-φλέγματος, dasselbe, Hippocr.
-
2 λευκοφλεγματίας
λευκο-φλεγματίας, ὁ, u. λευκο-φλέγματος, der an der Bleichsucht leidet
См. также в других словарях:
πολυφλέγματος — ον, Α αυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλέγματος (< φλέγμα, ατος), πρβλ. λευκο φλέγματος] … Dictionary of Greek