-
101 φιληδονος
21) любящий удовольствия, преданный наслаждениям(φ. καὴ φυγόπονος Polyb.; φ. ὅ Πάρις Plut.)
2) дарящий наслаждениеφιλήδονον Βάκχοιο νᾶμα Anth. = οἶνος
-
102 φιληκοεω
-
103 φιληκοια
-
104 φιληκοος
-
105 φιληλακατος
-
106 φιληλιαττης
-
107 φιληνεμος
-
108 φιληνιος
-
109 φιληνωρ
1) любящий людей(βιοτά Pind.)
2) любящий мужаπόθος φ. Aesch. — тоска по милому мужу:
στίβοι φιλάνορες Aesch. — память по милом некогда муже -
110 φιληρετμος
-
111 φιλιατρεω
-
112 φιλιππος
-
113 φιλοδιτης
-
114 φιλοδυρτος
-
115 φιλοικειος
-
116 φιλοικοδομος
-
117 φιλοικτιρμον
-
118 φιλοικτιρμων
-
119 φιλοικτιστος
-
120 φιλοικτος
См. также в других словарях:
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλ- — ή φιλο , θέμα του ρ. φιλώ (=αγαπώ), που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια ως α συνθετικό πολλών λέξεων: Φιλαλήθεια, φιλελεύθερος, φιλοδοξώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλ' — Φιλά̱ , Φιλής masc nom/voc/acc dual Φιλά , Φιλής masc voc sg Φιλά , Φιλής masc nom sg (epic) Φιλαί , Φιλής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φίλ' — Φίλα , Φίλα fem nom/voc sg Φίλαι , Φίλα fem nom/voc pl Φίλᾱͅ , Φίλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλ' — φίλα , φίλος beloved neut nom/voc/acc pl φί̱λε , φίλος beloved masc voc sg (epic) φίλε , φίλος beloved masc voc sg φίλαι , φίλος beloved fem nom/voc pl φίλᾱͅ , φίλος beloved fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Pella curse tablet — The Pella curse tablet is a curse or magic spell (Greek: κατάδεσμος, katadesmos ) inscribed on a lead scroll, dating to the 4th or 3rd century BC. It was found in Pella (at the time capital of Macedon) in 1986 and published in the Hellenic… … Wikipedia
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español
Tablilla de maldición de Pella — La Maldición de Pella, del prof. Radcliffe G. Edmonds III (Bryn Mawr College). La Tablilla de maldición de Pella es una maldición o hechizo griego: κατάδεσμος, katadesmos) inscrita en una plancha de plomo, que data del siglo IV o… … Wikipedia Español
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek