-
1 φιλοικτος
См. также в других словарях:
μεγάοικτος — μεγάοικτος, ον (Μ) πολύ εύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + οἶκτος (πρβλ. φίλ οικτος)] … Dictionary of Greek
νέοικτος — νέοικτος, ον (Α) ο πρόσφατος θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκτος «θρήνος, οδυρμός» (πρβλ. φίλ οικτος)] … Dictionary of Greek
φίλοικτος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που ευσπλαγχνίζεται τους άλλους, φιλοικτίρμων* (| αρχ. αυτός που διεγείρει τον οίκτο και το έλεος τών άλλων. επίρρ... φιλοίκτως Μ με οίκτο, με έλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶκτος] … Dictionary of Greek
φιλοικτίρμων — οίκτιρμον, Α 1. ο φιλεύσπλαγχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοί κτιρμον οίκτος για τους άλλους. επίρρ... φιλοικτιρμόνως Α με οίκτο, με έλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἰκτίρμων «ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος»] … Dictionary of Greek