Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φιλ-οίκειος

См. также в других словарях:

  • μισοίκειος — μισοίκειος, ον (Α) αυτός που μισεί τους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ οίκειος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλοΐδιος — ον, Μ φιλοίκειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἴδιος (Ι) «οικείος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοίκειος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους οικείους του, τους συγγενείς του 2. (για διαθέσεις και αισθήματα) αυτός που φανερώνει αγάπη για τους συγγενείς 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοίκειον η αγάπη για τους συγγενείς 4. (το ουδ. ως κύριο όν.) Φιλοίκειον τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυνήθης — ύνηθες, Α αυτός που αγαπά τις συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συνήθης «οικείος, φίλος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»