-
1 φιλοικοδομος
См. также в других словарях:
φιλοικοδόμος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να χτίζει οικοδομήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἰκοδόμος] … Dictionary of Greek
1 φιλοικοδομος
φιλοικοδόμος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να χτίζει οικοδομήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἰκοδόμος] … Dictionary of Greek