-
1 φιλοπλουτος
-
2 φιλόπλουτος
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem nom sg -
3 φιλόπλουτος
φῐλόπλουτ-ος, ον,A loving riches, eager to grow rich, Plu.2.140f, Luc.Dom.5; φ. ἅμιλλα eager pursuit of wealth, wealth eagerly sought for, E.IT 412 (lyr.); τὸ φ., = φιλοπλουτία, Plu.2.793e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόπλουτος
-
4 φιλόπλουτος
φιλό-πλουτος, Reichtum liebend, suchend, erstrebend -
5 φιλόπλουτον
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem acc sgφιλόπλουτοςloving riches: neut nom /voc /acc sg -
6 φιλοπλούτοιο
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem /neut gen sg (epic) -
7 φιλοπλούτοις
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem /neut dat pl -
8 φιλοπλούτους
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem acc pl -
9 φιλοπλούτων
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem /neut gen pl -
10 φιλόπλουτε
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem voc sg -
11 φιλόπλουτοι
φιλόπλουτοςloving riches: masc /fem nom /voc pl -
12 φιλο-πλούσιος
φιλο-πλούσιος, = φιλόπλουτος, Heliod. 5, 12.
-
13 αμιλλα
(ᾰμ) ἥ1) состязание, соревнование, борьба(νεῶν, ἵππων Her.; ἅ. περί τινος Isocr. и ἐπί τινι Dem.)
ἅ. αἵματος Eur. — кровавая борьба;ἅμιλλαν (προ)τιθέναι Eur. — предлагать (вступить в) состязание;ἅμιλλαν ποιεῖσθαι πρός τινα Plat. — вести борьбу с кем-л.;2) стремлениеφιλόπλουτος ἅ. Eur. — погоня за богатством
3) ударαὐτοσίδαρος διὰ σαρκὸς ἅ. Eur. — удар мечом насквозь
-
14 φιλοπλούτω
-
15 φιλοπλούτῳ
-
16 φιλοπλούσιος
φῐλοπλούσιος, ον,A = φιλόπλουτος, Hld.5.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπλούσιος
-
17 ἅμιλλα
A contest for superiority, conflict,τῶν νεῶν ἅμιλλαν.. ἰδέσθαι Hdt.7.44
; ἅ. ἵππων horse-race, ib. 196, cf. Pi.O.5.6, I.5(4).6; ῥιμφαρμάτοις ἁμίλλαις in racing of swift chariots, S.OC 1063, cf. El. 861; ἅ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν contest of brave men, D.20.108; ; ; of boat-races, IG22.1028.20, Pl.Com. 183.2 c.gen.rei, ἰσχύος trial of strength, Pi.N.9.12 (pl.);πτερύ γων ἁμίλλαις A.Pr. 129
; ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, E.IA 212, Med. 546, Andr. 214; : c. gen. obj., ἅ. λέκτρων contest for marriage, E.Hipp. 1141;ἔρωτος Gorg.Hel.5
: abs., eager desire, Herod.6.68 (s.v.l.):—alsoἅ. περί τινος Isoc.10.15
; freq.in Poets with Adj., ἅ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος striving after wealth or children, E. IT 411, Med. 557: with gen.in adjectival sense, ἅ.αἵματος, = αἱματόες σα, Id.Hel. 1155:—phrases: ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι propose contest, Id.Andr. 1020, Med. l.c.; ἅ. ποιεῖσθαι contend eagerly, ὅκως .. Hdt.8.10; ἅ. ἐποιοῦντο they had a race, Th.6.32;ἅ. ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg. 830d
; εἰς ἅ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, E.Tr. 621, Hec. 226;πρὸς ἅ. ἐλθεῖν Id.Med. 1083
; ἅ. γίγνεται ὅπως .. struggle arises, Th.8.6.
См. также в других словарях:
φιλόπλουτος — loving riches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλουτος — η, ο / φιλόπλουτος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον η φιλοπλουτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ … Dictionary of Greek
φιλόπλουτος — η, ο αυτός που αγαπάει τον πλούτο, αυτός που θέλει να γίνει πλούσιος ή να επιδειχτεί ως πλούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόπλουτον — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc sg φιλόπλουτος loving riches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτοιο — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτοις — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτους — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτων — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτῳ — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλουτε — φιλόπλουτος loving riches masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλουτοι — φιλόπλουτος loving riches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)