Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλόπλουτος

См. также в других словарях:

  • φιλόπλουτος — loving riches masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπλουτος — η, ο / φιλόπλουτος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον η φιλοπλουτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • φιλόπλουτος — η, ο αυτός που αγαπάει τον πλούτο, αυτός που θέλει να γίνει πλούσιος ή να επιδειχτεί ως πλούσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλόπλουτον — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc sg φιλόπλουτος loving riches neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπλούτοιο — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπλούτοις — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπλούτους — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπλούτων — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπλούτῳ — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπλουτε — φιλόπλουτος loving riches masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπλουτοι — φιλόπλουτος loving riches masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»