-
1 φιλοπλουτία
φιλοπλουτίᾱ, φιλοπλουτίαlove of riches: fem nom /voc /acc dualφιλοπλουτίᾱ, φιλοπλουτίαlove of riches: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φιλοπλουτίαι, φιλοπλουτίαlove of riches: fem nom /voc plφιλοπλουτίᾱͅ, φιλοπλουτίαlove of riches: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 φιλοπλουτια
-
3 φιλοπλουτίᾳ
Βλ. λ. φιλοπλουτία -
4 φιλοπλουτία
φῐλοπλουτ-ία, ἡ,A love of riches, Hierocl.p.55 A., Plu.Lyc.30, Crass.2, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπλουτία
-
5 φιλοπλουτία
φιλο-πλουτία, ἡ, Liebe zum Reichtum, Streben danach -
6 φιλοπλουτίας
φιλοπλουτίᾱς, φιλοπλουτίαlove of riches: fem acc plφιλοπλουτίᾱς, φιλοπλουτίαlove of riches: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 φιλοπλουτίαι
φιλοπλουτίαlove of riches: fem nom /voc plφιλοπλουτίᾱͅ, φιλοπλουτίαlove of riches: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 φιλοπλουτίαν
φιλοπλουτίᾱν, φιλοπλουτίαlove of riches: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 φιλοπλουτον
τό Plut. = φιλοπλουτία См. φιλοπλουτια -
10 αφιλοπλουτια
-
11 μυρμηκωδης
-
12 ονωδης
21) как у осла, ослиный(τὰ ὦτα Arst.)
ὀ. τέν χρόαν Plut. — цвета ослиной кожи2) достойный осла, тупоумный(φιλοπλουτία Plut.)
-
13 περιμαχητος
21) являющийся предметом борьбы, оспариваемый (друг у друга)ταῖσι φυλαῖς π. εἶναι Arph. — быть нарасхват у фил;
οὐ π. ἦν ἥ τροφή Plat. — в пище недостатка не было2) желанный, вожделенный(ὑπὸ πάντων ἐρώμενος καὴ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.)
3) страстно борющийся, страстный, неукротимый(φιλοπλουτία καὴ φιληδονία Plut.)
-
14 μυρμηκώδης
μυρμηκ-ώδης, ες,A = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρμηκώδης
-
15 φιλόπλουτος
φῐλόπλουτ-ος, ον,A loving riches, eager to grow rich, Plu.2.140f, Luc.Dom.5; φ. ἅμιλλα eager pursuit of wealth, wealth eagerly sought for, E.IT 412 (lyr.); τὸ φ., = φιλοπλουτία, Plu.2.793e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόπλουτος
-
16 ὀνώδης
См. также в других словарях:
φιλοπλουτία — φιλοπλουτίᾱ , φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc/acc dual φιλοπλουτίᾱ , φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτίᾳ — φιλοπλουτίαι , φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc pl φιλοπλουτίᾱͅ , φιλοπλουτία love of riches fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτία — ἡ, Α [φιλόπλουτος] η αγάπη για τον πλούτο («ὅσα τοῑς ἐρῶσι χρημάτων ὑπὸ τῆς φιλοπλουτίας ἐπιφύεται δεινά», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
φιλοπλουτίας — φιλοπλουτίᾱς , φιλοπλουτία love of riches fem acc pl φιλοπλουτίᾱς , φιλοπλουτία love of riches fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτίαι — φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc pl φιλοπλουτίᾱͅ , φιλοπλουτία love of riches fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτίαν — φιλοπλουτίᾱν , φιλοπλουτία love of riches fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλουτος — η, ο / φιλόπλουτος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον η φιλοπλουτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ … Dictionary of Greek