Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φιλόνεικος

См. также в других словарях:

  • φιλόνεικος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόνεικος — η, ο / φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ (δ. γρφ.) βλ. φιλόνικος …   Dictionary of Greek

  • φιλονεικότερον — φιλόνεικος adverbial comp φιλόνεικος masc acc comp sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικοτέρων — φιλόνεικος fem gen comp pl φιλόνεικος masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικότατον — φιλόνεικος masc acc superl sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονείκως — φιλόνεικος adverbial φιλόνεικος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόνεικον — φιλόνεικος masc/fem acc sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικοτάτοις — φιλόνεικος masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικοτέρους — φιλόνεικος masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικότατος — φιλόνεικος masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικότερα — φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»