-
1 φιλονεικος
21) любящий поспорить Pind., Plat.2) соревнующийся, соперничающий, упорствующийὁ ἐπίπονος καὴ φ. βίος Lys. — жизнь, полная трудов и борьбы;
φ. πρὸς τὸ μέ ἐλλείπεσθαι Xen. — борющийся за то, чтобы не отстать (v. l. φιλόνικος) -
2 φιλόνεικος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλόνεικος
-
3 φιλόνεικος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλόνεικος
-
4 φιλόνεικος
любящий (по)спорить, спорящий, соперничающий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλόνεικος
-
5 φιλόνεικος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλόνεικος
-
6 φιλονικος
-
7 αφιλονεικος
-
8 5380
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5380
См. также в других словарях:
φιλόνεικος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνεικος — η, ο / φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ (δ. γρφ.) βλ. φιλόνικος … Dictionary of Greek
φιλονεικότερον — φιλόνεικος adverbial comp φιλόνεικος masc acc comp sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτέρων — φιλόνεικος fem gen comp pl φιλόνεικος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότατον — φιλόνεικος masc acc superl sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονείκως — φιλόνεικος adverbial φιλόνεικος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνεικον — φιλόνεικος masc/fem acc sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτάτοις — φιλόνεικος masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτέρους — φιλόνεικος masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότατος — φιλόνεικος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότερα — φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)