-
21 φιλόνεικε
φιλόνεικοςmasc /fem voc sg -
22 φιλόνεικοι
φιλόνεικοςmasc /fem nom /voc pl -
23 φιλονικότερον
φιλονῑκότερον, φιλόνεικοςadverbial compφιλονῑκότερον, φιλόνεικοςmasc acc comp sgφιλονῑκότερον, φιλόνεικοςneut nom /voc /acc comp sg -
24 φιλονεικοτέρας
φιλονεικοτέρᾱς, φιλόνεικοςfem acc comp plφιλονεικοτέρᾱς, φιλόνεικοςfem gen comp sg (attic doric aeolic) -
25 φιλονικότατον
φιλονῑκότατον, φιλόνεικοςmasc acc superl sgφιλονῑκότατον, φιλόνεικοςneut nom /voc /acc superl sg -
26 φιλονίκως
φιλονί̱κως, φιλόνεικοςadverbialφιλονί̱κως, φιλόνεικοςmasc /fem acc pl (doric)φιλόνικοςfond of victory: adverbialφιλόνικοςfond of victory: masc /fem acc pl (doric) -
27 φιλόνικον
φιλόνῑκον, φιλόνεικοςmasc /fem acc sgφιλόνῑκον, φιλόνεικοςneut nom /voc /acc sgφιλόνικοςfond of victory: masc /fem acc sgφιλόνικοςfond of victory: neut nom /voc /acc sg -
28 φιλονεικοτέραν
φιλονεικοτέρᾱν, φιλόνεικοςfem acc comp sg (attic doric aeolic) -
29 φιλονείκω
-
30 φιλονείκῳ
-
31 φιλονικότατοι
φιλονῑκότατοι, φιλόνεικοςmasc nom /voc superl pl -
32 φιλονικότεροι
φιλονῑκότεροι, φιλόνεικοςmasc nom /voc comp pl -
33 φιλονίκοις
φιλονί̱κοις, φιλόνεικοςmasc /fem /neut dat plφιλόνικοςfond of victory: masc /fem /neut dat pl -
34 φιλονίκου
φιλονί̱κου, φιλόνεικοςmasc /fem /neut gen sgφιλόνικοςfond of victory: masc /fem /neut gen sg -
35 φιλονίκους
φιλονί̱κους, φιλόνεικοςmasc /fem acc plφιλόνικοςfond of victory: masc /fem acc pl -
36 φιλονίκω
φιλονί̱κῳ, φιλόνεικοςmasc /fem /neut dat sgφιλόνικοςfond of victory: masc /fem /neut dat sg -
37 φιλονίκῳ
φιλονί̱κῳ, φιλόνεικοςmasc /fem /neut dat sgφιλόνικοςfond of victory: masc /fem /neut dat sg -
38 φιλονίκων
φιλονί̱κων, φιλόνεικοςmasc /fem /neut gen plφιλόνικοςfond of victory: masc /fem /neut gen pl -
39 φιλόνικοι
φιλόνῑκοι, φιλόνεικοςmasc /fem nom /voc plφιλόνικοςfond of victory: masc /fem nom /voc pl -
40 φιλόνικος
φιλόνῑκος, φιλόνεικοςmasc /fem nom sgφιλόνικοςfond of victory: masc /fem nom sg
См. также в других словарях:
φιλόνεικος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνεικος — η, ο / φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ (δ. γρφ.) βλ. φιλόνικος … Dictionary of Greek
φιλονεικότερον — φιλόνεικος adverbial comp φιλόνεικος masc acc comp sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτέρων — φιλόνεικος fem gen comp pl φιλόνεικος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότατον — φιλόνεικος masc acc superl sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονείκως — φιλόνεικος adverbial φιλόνεικος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνεικον — φιλόνεικος masc/fem acc sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτάτοις — φιλόνεικος masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτέρους — φιλόνεικος masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότατος — φιλόνεικος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότερα — φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)