Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλεταιρ-ία

См. также в других словарях:

  • φιλεταιρ(ε)ία — ἡ, Α [φιλέταιρος] αγάπη, αφοσίωση προς τους συντρόφους …   Dictionary of Greek

  • φιλέταιρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Περγάμου (3ος αι. π.Χ.). Ίδρυσε το βασίλειο της Περγάμου, που στα χρόνια των Ατταλίδων γνώρισε μεγάλη ακμή. Ενώ ήταν διοικητής του φρουρίου της Περγάμου, υπό τις διαταγές του Λυσιμάχου, του βασιλιά της… …   Dictionary of Greek

  • τακερός — ή, ό / τακερός, ά, όν, ΝΑ, και τακηρός Α 1. αυτός που λειώνει εύκολα 2. αυτός που βράζει εύκολα 3. (για νερό) αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει εύκολο το βράσιμο, ιδίως τών οσπρίων αρχ. 1. μτφ. γεμάτος πάθος και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.) 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»