-
1 εταιρικός
-
2 ἑταιρικός
-
3 ἑταιρικός
ἑταιρικός, 1) den Gefärten, Genossen betreffend, ihm eigen, ή ἀδελφικὴ φιλία τῇ ἑταιρικῇ όμοιοῠται Arist. Eth. 8, 12; τὸ ἑταιρικόν, Genossenschaft, politische Verbindung, Thuc. 3, 82; die Verschworenen, 8, 48, 65; vgl. Plut. Lys. 5, D. Cass 38, 13 nennt so die collegia der Römer; ἑταιρικὴ ἵππος sind die Hetären im macedonischen Heere, der Kern der Reiterei, D. Sic. 17, 37; vgl. Pol. 16, 18, 7. - 2) nach Art einer Hetäre, buhlerisch, γυνή Plut. conjug. praec. p. 415, wo er auch ἑταιρικον καὶ ἰταμόν vrbdt; τὸ ἑταιρικόν, was die Hetären zu thun pflegen, Alciphr. 2, 1 u. Adv. ἑταιρικῶς, auf Hetären-Art, Plut. Pomp. 2; Luc. bis accus. 20; κεκοσμημένη V. H. 2, 46.
-
4 εταιρικος
-
5 ἑταιρικός
ἑταιρικός, (1) den Gefärten, Genossen betreffend, ihm eigen; τὸ ἑταιρικόν, Genossenschaft, politische Verbindung; die Verschworenen; die collegia der Römer; ἑταιρικὴ ἵππος sind die Hetären im macedonischen Heere, der Kern der Reiterei. (2) nach Art einer Hetäre, buhlerisch; τὸ ἑταιρικόν, was die Hetären zu tun pflegen. Adv. ἑταιρικῶς, auf Hetärenart -
6 εταιρικός
η, ό[ν] принадлежащий товариществу, обществу, объединению, компании;εταιρική επιχείρηση — акционерное предприятие
-
7 εταιρικός
[этэрикос] επ принадлежащий к объединению. -
8 ἑταιρικός
A of or befitting a companion: companionship,Arist.
EN 1157b23 ; in full, ἑ. φιλία ib. 1161b12. Adv.-κῶς, προσφέρεσθαι Id.EE 1243a5
.2 τὸ ἑταιρικόν,=ἑταιρεία 1.2
, Th.8.48 ;ἑ. συνάγειν Hyp.Eux.8
; factions, clubs,Plu.
Lys.5, D.C.37.57 ; = Lat. collegia, Id.38.13.b ties of party, opp. τὸ ξυγγενές, Th.3.82.II of or like a ἑταίρα, meretricious,γυνή Plu. 2.140c
, etc.; τὸ ἑ. the custom of ἑταῖραι, Alciphr.2.1 ; concerningἑταῖραι, λόγοι D.H.Lys.3
: so Adv. - κῶς meretriciously,κεκοσμημένοι Zeno Stoic.1.58
, Luc.Bis Acc.20, Plu.Pomp.2.2 ἑ. (sc. τέλος), τό, tax on courtesans, Ostr.83 (ii B. C.); τελώνης ἑταιρεικοῦ (sic)Ἀφροδίτῃ Arch.Pap.6.219
(Elephantine, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρικός
-
9 φιλ-εταιρικός
φιλ-εταιρικός, ή, όν, zur Liebe gegen die Gefährten geneigt, sie liebend, Schol. Il. 4, 412.
-
10 εταιρικά
ἑταιρικόςof: neut nom /voc /acc plἑταιρικά̱, ἑταιρικόςof: fem nom /voc /acc dualἑταιρικά̱, ἑταιρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 ἑταιρικά
ἑταιρικόςof: neut nom /voc /acc plἑταιρικά̱, ἑταιρικόςof: fem nom /voc /acc dualἑταιρικά̱, ἑταιρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 εταιρικών
-
13 ἑταιρικῶν
-
14 εταιρικόν
-
15 ἑταιρικόν
-
16 εταιρική
-
17 ἑταιρικῇ
-
18 εταιρικής
-
19 ἑταιρικῆς
-
20 εταιρικαίς
См. также в других словарях:
ἑταιρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό … Dictionary of Greek
εταιρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εταιρεία: Εταιρικό κεφάλαιο. 2. το ουδ. ως ουσ., εταιρικό συμβόλαιο σύστασης της εταιρείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταιρικά — ἑταιρικός of neut nom/voc/acc pl ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc/acc dual ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικῶν — ἑταιρικός of fem gen pl ἑταιρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικόν — ἑταιρικός of masc acc sg ἑταιρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικαῖς — ἑταιρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικαί — ἑταιρικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικοῖς — ἑταιρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικοί — ἑταιρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικοῦ — ἑταιρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)