-
21 φιλία
1) družba2) přátelství -
22 φιλία
1) amity2) friendshipΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φιλία
-
23 Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
– Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα– Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια• Дружба дружбой, а денежки врозь• Дружба дружбой, а табачок врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
-
24 πολυ-φιλία
πολυ-φιλία, ἡ, Vielheit od. Menge von Freunden; Arist. rhet. 1, 5; Plut. Alex. 39.
-
25 συμ-φιλία
-
26 φιλο-φιλία
φιλο-φιλία, ἡ, Liebe gegen seine Freunde, Arist. eth. 8, 1.
-
27 χρηστο-φιλία
χρηστο-φιλία, ἡ, Liebe zu guten Menschen oder Handlungen, Sp.
-
28 χωρο-φιλία
χωρο-φιλία, ἡ, Liebe zu einem Orte, zu einer Gegend, Philostr. epist. 47.
-
29 λυκο-φιλία
λυκο-φιλία, ἡ, Wolfsfreundschaft, d. i. falsche, tückische Freundschaft; Plat. Ep. III, 318 e; M. Ant. 11, 15 u. a. Sp.
-
30 θεο-φιλία
θεο-φιλία, ἡ, Liebe der Götter, Schol. Soph. O. R. 40.
-
31 ἀ-φιλία
ἀ-φιλία, ἡ, Freundelosigkeit, Arist. Nic. 3, 6 Plut. Sol. 7.
-
32 ὀψο-φιλία
-
33 ἀντι-φιλία
ἀντι-φιλία, ἡ, dasselbe, Arist. Eudem. 7, 2.
-
34 ὀλιγο-φιλία
ὀλιγο-φιλία, ἡ, Mangel an Freunden; Antiphan. in B. A. 110; Arist. rhet. 2, 8.
-
35 amitié
φιλία -
36 družba
φιλία -
37 přátelství
φιλία -
38 amity
φιλία -
39 friendship
φιλία -
40 przyjaźń
φιλία
См. также в других словарях:
φιλία — φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίᾳ — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλίαι , φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλία — φιλία, η και φιλιά, η το να είναι κανείς φίλος άλλου, η αμοιβαία αγάπη από εκτίμηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους, η οικειότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
φιλιά — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φίλια — φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. — ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. См. При пиве, при бражке много братьев … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φιλίας — φιλίᾱς , φίλιος friendly fem acc pl φιλίᾱς , φίλιος friendly fem gen sg (attic doric aeolic) φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem acc pl φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίαι — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)