-
1 ὀλιγο-φιλία
ὀλιγο-φιλία, ἡ, Mangel an Freunden; Antiphan. in B. A. 110; Arist. rhet. 2, 8.
-
2 ὀλιγοφιλία
ὀλῐγο-φῐλία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγοφιλία
-
3 ὀλιγοφιλία
ὀλιγο-φιλία, ἡ, Mangel an Freunden -
4 ολιγοφιλια
См. также в других словарях:
σπανοφιλία — ἡ, Α πιθ. έλλειψη φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + φιλία (< φίλος < φίλος), πρβλ. ὀλιγο φιλία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek