-
1 φιλο-φιλία
φιλο-φιλία, ἡ, Liebe gegen seine Freunde, Arist. eth. 8, 1.
-
2 Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
– Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα– Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια• Дружба дружбой, а денежки врозь• Дружба дружбой, а табачок врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
-
3 Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα
– Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα– Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια• Дружба дружбой, а денежки врозь• Дружба дружбой, а табачок врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα
-
4 φιλοφιλία
φῐλο-φῐλία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοφιλία
-
5 φιλοφιλία
φιλο-φιλία, ἡ, Liebe gegen seine Freunde -
6 φιλοφιλια
-
7 раздружить
ρ.σ.μ. κάνω να φιλονικήσουν οι φίλοι χωρίζω φίλους, χαλνώ τη φίλια•раздружить старых приятелей βάζω τους παλαιούς φίλους να μαλώσουν•
раздружить со старым другом κόβω τη φιλία με τον παλαιό φίλο.
τα χαλώ με το φίλο, κόβω σχέσεις. || μτφ. ξεκόβω, χάνω κάθε δεσμό. -
8 дружба
-ы θ.φιλία•свести -у πιάνω φιλία•
под видом -ы κάνοντας το φίλο•
быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•
не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.
-
9 Καλοί λογαριασμοί κάνουν καλούς φίλους
– Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα– Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια• Дружба дружбой, а денежки врозь• Дружба дружбой, а табачок врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καλοί λογαριασμοί κάνουν καλούς φίλους
См. также в других словарях:
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
συμφιλιώνω — συμφιλιῶ, όω, ΝΜ επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλιῶ / ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek
Δάμων και Φιντίας — Δυάδα πυθαγορείων που έμεινε ως σύμβολο θαυμαστής και αμοιβαίας φιλίας. Νεότερες παραλλαγές των σχετικών περιστατικών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για μύθο, ο οποίος πλάστηκε για να δείξει τη φιλία μεταξύ των πυθαγορείων. Κατά την … Dictionary of Greek
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
Πάτροκλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γιους του Ηρακλή με τη θεσπιάδα Πυρίππη. Τον σκότωσε η μητέρα του με την προτροπή του πατέρα της. 2. Ομηρικός ήρωας, φίλος του Αχιλλέα. Γιος του αργοναύτη Μενοιτίου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek